εὐδινός: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "˙" to "·") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdinos | |Transliteration C=evdinos | ||
|Beta Code=eu)dino/s | |Beta Code=eu)dino/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐδινόν, v. [[εὐδεινός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδῑνός''': όν. = [[εὐδιεινός]], Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· Στράβ. 453. 16, Εὐσέβ. ΙΙ. 813Β. - καθ’ Ἡσύχ.: «εὐδινά· πραέα, κατεσταλμένα», κατὰ Ζωναρᾶν (897): «εὐδινὸς καιρὸς ὁ εὐδίαν ἔχων». - Καὶ κατὰ Σουΐδ. : «εὐδιεινὸς ὁ καιρὸς καὶ ὁ [[ἄνεμος]], καὶ εὐδινὸς ὁμοίως». | |lstext='''εὐδῑνός''': όν. = [[εὐδιεινός]], Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· Στράβ. 453. 16, Εὐσέβ. ΙΙ. 813Β. - καθ’ Ἡσύχ.: «εὐδινά· πραέα, κατεσταλμένα», κατὰ Ζωναρᾶν (897): «εὐδινὸς καιρὸς ὁ εὐδίαν ἔχων». - Καὶ κατὰ Σουΐδ.: «εὐδιεινὸς ὁ καιρὸς καὶ ὁ [[ἄνεμος]], καὶ εὐδινὸς ὁμοίως». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐδινός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για καιρό) ο [[ευδιεινός]], ο [[αίθριος]], ο [[γαλήνιος]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ [[χώρα]] εὐδινὴ διὰ τὴν [[κοιλότητα]] τῶν πεδίων», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική [[γραφή]] του τ. [[ευδιεινός]]]. | |mltxt=[[εὐδινός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για καιρό) ο [[ευδιεινός]], ο [[αίθριος]], ο [[γαλήνιος]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ [[χώρα]] εὐδινὴ διὰ τὴν [[κοιλότητα]] τῶν πεδίων», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική [[γραφή]] του τ. [[ευδιεινός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:51, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐδινόν, v. εὐδεινός.
German (Pape)
[Seite 1062] = εὐδιεινός, Orph. H. 21, 5, wo früher εὐδεινός stand; vgl. VLL. u. Lob. path. 190.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδῑνός: όν. = εὐδιεινός, Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· Στράβ. 453. 16, Εὐσέβ. ΙΙ. 813Β. - καθ’ Ἡσύχ.: «εὐδινά· πραέα, κατεσταλμένα», κατὰ Ζωναρᾶν (897): «εὐδινὸς καιρὸς ὁ εὐδίαν ἔχων». - Καὶ κατὰ Σουΐδ.: «εὐδιεινὸς ὁ καιρὸς καὶ ὁ ἄνεμος, καὶ εὐδινὸς ὁμοίως».
Greek Monolingual
εὐδινός, -όν (Α)
1. (για καιρό) ο ευδιεινός, ο αίθριος, ο γαλήνιος
2. (για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ χώρα εὐδινὴ διὰ τὴν κοιλότητα τῶν πεδίων», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του τ. ευδιεινός].