καύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(1ba)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kaysimos
|Transliteration C=kaysimos
|Beta Code=kau/simos
|Beta Code=kau/simos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">combustible</b>, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>6.3.19</span>; κ. ξύλα <span class="bibl">Alex.307</span>, <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>117.3</span> (i A.D.); ὕλη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>849d</span>, <span class="bibl">Str.16.4.19</span>; ἄχυρον <span class="title">Ostr.Fay.</span>21 (iv A.D.); <b class="b3">τούτοις καυσίμοις χρῶνται</b> <b class="b2">as fuel</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.3.2</span>.</span>
|Definition=καύσιμον, [[combustible]], ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων X.''An.''6.3.19; κ. ξύλα Alex.307, ''PStrassb.''117.3 (i A.D.); ὕλη [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''849d, Str.16.4.19; ἄχυρον ''Ostr.Fay.''21 (iv A.D.); <b class="b3">τούτοις καυσίμοις χρῶνται</b> [[as fuel]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.3.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] brennbar, zu verbrennen; ὕλη Plat. Legg. VIII, 849 d; Xen. An. 6, 3, 9. 12; ξύλα, Brennholz, Alexis in B. A. 105, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] brennbar, zu verbrennen; ὕλη Plat. Legg. VIII, 849 d; Xen. An. 6, 3, 9. 12; ξύλα, Brennholz, Alexis in B. A. 105, 4.
}}
{{ls
|lstext='''καύσῐμος''': -ον, [[κατάλληλος]] πρὸς καῦσιν, [[εὔφλεκτος]], ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων Ξεν. Ἀν. 6. 3, 19· κ. ξύλα, Λατ. cremia, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 73· ὕλη Πλάτ. Νόμ. 849D, Στράβ. 778
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[ῐ] ος, ον,<br />combustible, XÉN. <i>An</i>. 6.3.9, PLAT. <i>Leg</i>. 849d, THPHR. <i>HP</i> 4.3.2.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]].
|btext=[ῐ] ος, ον,<br />combustible, XÉN. <i>An</i>. 6.3.9, PLAT. <i>Leg</i>. 849d, THPHR. <i>HP</i> 4.3.2.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καύσιμος -ον [κάω] [[brandbaar]].
}}
{{elru
|elrutext='''καύσῐμος:''' [[горючий]], [[годный в качестве топлива]] (ἔκαιον πάντα, ὅσα καύσιμα ἑώρων Xen.): [[ὕλη]] κ. Plat. дрова, топливо.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καύσιμος]], -ον) [[καύσις]]<br />αυτός που μπορεί να καεί, ο [[κατάλληλος]] για [[καύση]], αυτός που χρησιμοποιείται για [[παραγωγή]] θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον [[πάντα]] ὅσα [[καύσιμα]] ἑώρων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το ουδ. ως ουσ.) <i>το καύσιμο</i><br />α) [[καύση]], [[κάψιμο]], [[έγκαυμα]]<br />β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) <i>τα [[καύσιμα]]<br />[[κάθε]] μορφής ύλες που με την [[καύση]] τους παρέχουν [[ενέργεια]] ικανή να χρησιμοποιηθεί για την [[ικανοποίηση]] διαφόρων αναγκών της κοινωνίας και τών μελών της (α. «[[στερεά]] [[καύσιμα]]» β. «υγρά [[καύσιμα]]»).
|mltxt=-η, -ο (Α [[καύσιμος]], -ον) [[καύσις]]<br />αυτός που μπορεί να καεί, ο [[κατάλληλος]] για [[καύση]], αυτός που χρησιμοποιείται για [[παραγωγή]] θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον [[πάντα]] ὅσα [[καύσιμα]] ἑώρων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το ουδ. ως ουσ.) <i>το καύσιμο</i><br />α) [[καύση]], [[κάψιμο]], [[έγκαυμα]]<br />β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) τα [[καύσιμα]]<br />[[κάθε]] μορφής ύλες που με την [[καύση]] τους παρέχουν [[ενέργεια]] ικανή να χρησιμοποιηθεί για την [[ικανοποίηση]] διαφόρων αναγκών της κοινωνίας και τών μελών της (α. «[[στερεά]] [[καύσιμα]]» β. «υγρά [[καύσιμα]]»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καύσῐμος:''' -ον ([[καίω]]), [[κατάλληλος]] για [[καύση]], [[εύφλεκτος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''καύσῐμος:''' -ον ([[καίω]]), [[κατάλληλος]] για [[καύση]], [[εύφλεκτος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καύσῐμος:''' горючий, годный в качестве топлива (ἔκαιον πάντα, ὅσα καύσιμα ἑώρων Xen.): [[ὕλη]] κ. Plat. дрова, топливо.
|lstext='''καύσῐμος''': -ον, [[κατάλληλος]] πρὸς καῦσιν, [[εὔφλεκτος]], ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων Ξεν. Ἀν. 6. 3, 19· κ. ξύλα, Λατ. cremia, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 73· ὕλη Πλάτ. Νόμ. 849D, Στράβ. 778
}}
{{elnl
|elnltext=καύσιμος -ον [κάω] brandbaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καύσῐμος, ον [[καίω]]<br />fit for [[burning]], [[combustible]], Xen.
|mdlsjtxt=καύσῐμος, ον [[καίω]]<br />fit for [[burning]], [[combustible]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 13:09, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύσῐμος Medium diacritics: καύσιμος Low diacritics: καύσιμος Capitals: ΚΑΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: kaúsimos Transliteration B: kausimos Transliteration C: kaysimos Beta Code: kau/simos

English (LSJ)

καύσιμον, combustible, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων X.An.6.3.19; κ. ξύλα Alex.307, PStrassb.117.3 (i A.D.); ὕλη Pl.Lg.849d, Str.16.4.19; ἄχυρον Ostr.Fay.21 (iv A.D.); τούτοις καυσίμοις χρῶνται as fuel, Thphr. HP 4.3.2.

German (Pape)

[Seite 1408] brennbar, zu verbrennen; ὕλη Plat. Legg. VIII, 849 d; Xen. An. 6, 3, 9. 12; ξύλα, Brennholz, Alexis in B. A. 105, 4.

French (Bailly abrégé)

[ῐ] ος, ον,
combustible, XÉN. An. 6.3.9, PLAT. Leg. 849d, THPHR. HP 4.3.2.
Étymologie: καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καύσιμος -ον [κάω] brandbaar.

Russian (Dvoretsky)

καύσῐμος: горючий, годный в качестве топлива (ἔκαιον πάντα, ὅσα καύσιμα ἑώρων Xen.): ὕλη κ. Plat. дрова, топливо.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καύσιμος, -ον) καύσις
αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο
α) καύση, κάψιμο, έγκαυμα
β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) τα καύσιμα
κάθε μορφής ύλες που με την καύση τους παρέχουν ενέργεια ικανή να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση διαφόρων αναγκών της κοινωνίας και τών μελών της (α. «στερεά καύσιμα» β. «υγρά καύσιμα»).

Greek Monotonic

καύσῐμος: -ον (καίω), κατάλληλος για καύση, εύφλεκτος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καύσῐμος: -ον, κατάλληλος πρὸς καῦσιν, εὔφλεκτος, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων Ξεν. Ἀν. 6. 3, 19· κ. ξύλα, Λατ. cremia, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 73· ὕλη Πλάτ. Νόμ. 849D, Στράβ. 778

Middle Liddell

καύσῐμος, ον καίω
fit for burning, combustible, Xen.