ὀξυρεπής: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(1ba) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksyrepis | |Transliteration C=oksyrepis | ||
|Beta Code=o)cureph/s | |Beta Code=o)cureph/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀξυρεπές, = [[ὀξύρροπος]], ὀ. δόλῳ with [[quick-turning]] art. Pi.''O.''9.91; [[ὀξυρρεπής]] in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0354.png Seite 354]] ές, poet, = [[ὀξυῤῥεπής]], Pind. Ol. 9, 98, [[δόλος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0354.png Seite 354]] ές, poet, = [[ὀξυῤῥεπής]], Pind. Ol. 9, 98, [[δόλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξυρεπής:''' Pind. = [[ὀξύρροπος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὀξῠρεπής | |sltr=<b>ὀξῠρεπής</b> [[delicately]] poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by [[swiftly]] [[shifting]] [[balance]] (O. 9.91) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυρεπής]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀξυρρεπής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την [[ευστροφία]] του ( | |mltxt=[[ὀξυρεπής]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀξυρρεπής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την [[ευστροφία]] του («ὀξυρεπεῖ δόλῳ» — με εύστροφη [[δολιότητα]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀξυρρεπής<br />[[ὀξέως]] βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀξυρρεπῶς</i> (Α)<br />με οξυρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -(<i>ρ</i>)<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] «[[γέρνω]]»), [[πρβλ]]. [[ισορρεπής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξῠρεπής:''' -ές ([[ῥέπω]]), = <i>[[οξύρροπος]]</i>, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὀξῠρεπής:''' -ές ([[ῥέπω]]), = <i>[[οξύρροπος]]</i>, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀξῠ-ρεπής, ές [[ῥέπω]] = [[ὀξύρροπος]], Pind.] | |mdlsjtxt=ὀξῠ-ρεπής, ές [[ῥέπω]] = [[ὀξύρροπος]], Pind.] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀξυρεπές, = ὀξύρροπος, ὀ. δόλῳ with quick-turning art. Pi.O.9.91; ὀξυρρεπής in Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] ές, poet, = ὀξυῤῥεπής, Pind. Ol. 9, 98, δόλος.
Russian (Dvoretsky)
ὀξυρεπής: Pind. = ὀξύρροπος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠρεπής: -ές, = ὀξύρροπος, ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· ὀξέως βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.
English (Slater)
ὀξῠρεπής delicately poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by swiftly shifting balance (O. 9.91)
Greek Monolingual
ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῖ δόλῳ» — με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής
ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος».
επίρρ...
ὀξυρρεπῶς (Α)
με οξυρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -(ρ)ρεπής (< ρέπω «γέρνω»), πρβλ. ισορρεπής].
Greek Monotonic
ὀξῠρεπής: -ές (ῥέπω), = οξύρροπος, σε Πίνδ.