ογκώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (ΑΜ [[ὀγκώδης]], -ῶδες) [[όγκος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλο όγκο, [[παχύς]], [[χοντρός]] φουσκωμένος (α. «[[ογκώδης]] [[τόμος]]» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν [[γαστέρα]] ὀγκωδεστέρα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στομφώδης]], [[πομπώδης]] («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκομψος]], [[βαρύς]], [[μπατάλικος]], [[χοντροκομμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις, [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κομπάζει, [[επηρμένος]] («οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς [[πολίτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βαρύνει περισσότερο, ο πληρέστερος («τὸ ἡρωϊκόν... ὀγκωδέστερον τῶν μέτρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για όρχηση και για την αιολική [[αρμονία]]) [[μεγαλοπρεπής]], [[εντυπωσιακός]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ογκώδες</i><br />ο [[στόμφος]], το πομπώδες ύφος, η [[κομπορρημοσύνη]]·<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀγκώδης]], -ῶδες (Α) [[[ογκώμαι]]<br />αυτός που [[είναι]] [[επιρρεπής]] στο να ονκάται, να γκαρίζει («[[ὄνος]] ὀγκωδέστερος», Αιλ.).
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (ΑΜ [[ὀγκώδης]], -ῶδες) [[όγκος]] (Ι)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλο όγκο, [[παχύς]], [[χοντρός]] φουσκωμένος (α. «[[ογκώδης]] [[τόμος]]» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν [[γαστέρα]] ὀγκωδεστέρα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στομφώδης]], [[πομπώδης]] («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκομψος]], [[βαρύς]], [[μπατάλικος]], [[χοντροκομμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις, [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κομπάζει, [[επηρμένος]] («οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς [[πολίτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βαρύνει περισσότερο, ο πληρέστερος («τὸ ἡρωϊκόν... ὀγκωδέστερον τῶν μέτρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για όρχηση και για την αιολική [[αρμονία]]) [[μεγαλοπρεπής]], [[εντυπωσιακός]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ογκώδες</i><br />ο [[στόμφος]], το πομπώδες ύφος, η [[κομπορρημοσύνη]]·<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀγκώδης]], -ῶδες (Α) [[ογκώμαι]]<br />αυτός που [[είναι]] [[επιρρεπής]] στο να ονκάται, να γκαρίζει («[[ὄνος]] ὀγκωδέστερος», Αιλ.).
}}
{{trml
|trtx=Arabic: ضَخْم‎; Bulgarian: обемист, масивен; Catalan: voluminós; Czech: objemný; Dutch: [[lijvig]], [[omvangrijk]], [[dik]]; Finnish: kookas, iso; French: [[gros]], [[corpulent]], [[volumineux]]; German: [[massig]], [[wuchtig]]; Greek: [[ογκώδης]]; Hungarian: nagy terjedelmű; Italian: [[voluminoso]], [[massiccio]], [[ingombrante]]; Korean: 거대한; Occitan: voluminós; Polish: masywny; Portuguese: [[grosso]], [[volumoso]], [[massudo]]; Romanian: mare, voluminos; Russian: [[объемистый]]; Scottish Gaelic: tomadach; Serbo-Croatian: krupan, velik; Slovak: objemný; Spanish: [[voluminoso]]; Swedish: skrymmande; Walloon: håynûle
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 17 September 2022

Greek Monolingual

(I)
-ες (ΑΜ ὀγκώδης, -ῶδες) όγκος (Ι)
1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.)
2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.)
νεοελλ.
άκομψος, βαρύς, μπατάλικος, χοντροκομμένος
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις, μεγάλος
2. αυτός που κομπάζει, επηρμένος («οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής, ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς πολίτης», Πλάτ.)
3. αυτός που βαρύνει περισσότερο, ο πληρέστερος («τὸ ἡρωϊκόν... ὀγκωδέστερον τῶν μέτρων», Αριστοτ.)
4. (για όρχηση και για την αιολική αρμονία) μεγαλοπρεπής, εντυπωσιακός
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ογκώδες
ο στόμφος, το πομπώδες ύφος, η κομπορρημοσύνη·
(II)
ὀγκώδης, -ῶδες (Α) ογκώμαι
αυτός που είναι επιρρεπής στο να ονκάται, να γκαρίζει («ὄνος ὀγκωδέστερος», Αιλ.).

Translations

Arabic: ضَخْم‎; Bulgarian: обемист, масивен; Catalan: voluminós; Czech: objemný; Dutch: lijvig, omvangrijk, dik; Finnish: kookas, iso; French: gros, corpulent, volumineux; German: massig, wuchtig; Greek: ογκώδης; Hungarian: nagy terjedelmű; Italian: voluminoso, massiccio, ingombrante; Korean: 거대한; Occitan: voluminós; Polish: masywny; Portuguese: grosso, volumoso, massudo; Romanian: mare, voluminos; Russian: объемистый; Scottish Gaelic: tomadach; Serbo-Croatian: krupan, velik; Slovak: objemný; Spanish: voluminoso; Swedish: skrymmande; Walloon: håynûle