παραπλησιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] nahe sein, benachbart sein, Sp. Auch wie das simpl. beiwohnen, Arist. H. A. 10, 3, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] nahe sein, benachbart sein, Sp. Auch wie das simpl. beiwohnen, Arist. H. A. 10, 3, 1.
}}
{{bailly
|btext=[[être voisin]].<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραπλησιάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть соседом]], [[обитать по соседству]] Aesop.;<br /><b class="num">2</b> [[иметь сношения]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλησιάζω''': εἶμαι [[γείτων]], Αἰσώπ. μῦθ. 270· εἶμαι πλησίον, τῷ γένει Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν, συνουσιάζομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 1· ἀλλ’ ὁ Dind. διορθοῖ [[εἴπερ]] ἐπλησίαζε.
|lstext='''παραπλησιάζω''': εἶμαι [[γείτων]], Αἰσώπ. μῦθ. 270· εἶμαι πλησίον, τῷ γένει Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν, συνουσιάζομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 1· ἀλλ’ ὁ Dind. διορθοῖ [[εἴπερ]] ἐπλησίαζε.
}}
{{bailly
|btext=être voisin.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 17:
|lsmtext='''παραπλησιάζω:''' βρίσκομαι [[πλησίον]], είμαι [[γείτονας]], σε Αίσωπ.
|lsmtext='''παραπλησιάζω:''' βρίσκομαι [[πλησίον]], είμαι [[γείτονας]], σε Αίσωπ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''παραπλησιάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> быть соседом, обитать по соседству Aesop.;<br /><b class="num">2)</b> иметь сношения Arst.
|mdlsjtxt=to be a [[neighbour]], Aesop.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 494] nahe sein, benachbart sein, Sp. Auch wie das simpl. beiwohnen, Arist. H. A. 10, 3, 1.

French (Bailly abrégé)

être voisin.
Étymologie: παραπλήσιος.

Russian (Dvoretsky)

παραπλησιάζω:
1 быть соседом, обитать по соседству Aesop.;
2 иметь сношения Arst.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλησιάζω: εἶμαι γείτων, Αἰσώπ. μῦθ. 270· εἶμαι πλησίον, τῷ γένει Ἐκκλ. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν, συνουσιάζομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 1· ἀλλ’ ὁ Dind. διορθοῖ εἴπερ ἐπλησίαζε.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
πλησιάζω πολύ ή επικίνδυνα κοντά
αρχ.
1. είμαι γείτονας, γειτονεύω
2. είμαι κοντά
3. μοιάζω
4. έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι.

Greek Monotonic

παραπλησιάζω: βρίσκομαι πλησίον, είμαι γείτονας, σε Αίσωπ.

Middle Liddell

to be a neighbour, Aesop.