τεῦτλον: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(1b)
m (elru replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teytlon
|Transliteration C=teytlon
|Beta Code=teu=tlon
|Beta Code=teu=tlon
|Definition=τό, Ion. and later Att. σεῦτλον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">beet, Beta maritima</b>, <span class="bibl">Batr.162</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>63</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.6.6</span>, freq. in Com.; τέμαχος ἐν τεύτλου . . κρύπτεται στεγάσμασιν <span class="bibl">Antiph.181</span> (troch.); τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτὰ ἔγχελυς <span class="bibl">Eub.35</span> (lyr.): more freq. in pl., τεύτλοισί τ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα <span class="bibl">Pherecr.108.12</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 1014</span> (lyr.); ἐγχέλεις τεῦτλ' ἀμπεχόμεναι <span class="bibl">Eub.37</span>, cf. <span class="bibl">93</span>:—the later Com. ridicule the use of the Ion. forms, ἐὰν μὲν τευτλίον [εἴπῃ], παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν,--ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ <span class="bibl">Alex.142.5</span>; ἐπὰν δὲ καλέσῃ . . τὸ τευτλίον . . σεῦτλα <span class="bibl">Euphro 3</span>; <b class="b3">τεῦτλα τευτλίδας</b> (prob. <b class="b3">σευτλ-</b>) καλῶν <span class="bibl">Diph.47</span>: the form <b class="b3">τεῦτλον</b> is used by <span class="bibl">Diocl.Fr.119</span>, Gal.6.298, al.; <b class="b3">σεῦτλον</b> in <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.326</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>232v</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1118.17</span> (i B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.964.15</span> (iii A.D.), <span class="title">Edict.Diocl.</span>6.14, <span class="title">Gp.</span>8.33, al.; [σεῦ]τλος, τό, prob. in Bell-Nock-Thompson <b class="b2">Magical Texts from a Bilingual Papyrus</b> p.19 (iii/iv A.D.).</span>
|Definition=τό, Ion. and later Att. [[σεῦτλον]], [[beet]], [[Beta maritima]], Batr.162, Hp.''Art.''63, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.6.6, freq. in Com.; τέμαχος ἐν τεύτλου.. κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph.181 (troch.); τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτὰ ἔγχελυς Eub.35 (lyr.): more freq. in plural, τεύτλοισί τ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Pherecr.108.12, cf. Ar.''Pax'' 1014 (lyr.); ἐγχέλεις τεῦτλ' ἀμπεχόμεναι Eub.37, cf. 93:—the later Com. ridicule the use of the Ion. forms, ἐὰν μὲν τευτλίον [εἴπῃ], παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν,—ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ Alex.142.5; ἐπὰν δὲ καλέσῃ.. τὸ τευτλίον.. σεῦτλα Euphro 3; <b class="b3">τεῦτλα τευτλίδας</b> (prob. <b class="b3">σευτλίδας</b>) καλῶν Diph.47: the form [[τεῦτλον]] is used by Diocl.Fr.119, Gal.6.298, al.; [[σεῦτλον]] in ''PPetr.''3p.326 (iii B.C.), ''PCair.Zen.''232v (iii B.C.), ''BGU''1118.17 (i B.C.), ''PLond.''3.964.15 (iii A.D.), ''Edict.Diocl.''6.14, ''Gp.''8.33, al.; [σεῦ]τλος, τό, prob. in Bell-Nock-Thompson ''Magical Texts from a Bilingual Papyrus'' p.19 (iii/iv A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1101.png Seite 1101]] τό, att. statt des ion. u. gemeinen σεῦτλον, ein Küchengewächs, Mangold, Ar. Pav 979 u. a. comici.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1101.png Seite 1101]] τό, att. statt des ion. u. gemeinen σεῦτλον, ein Küchengewächs, Mangold, Ar. Pav 979 u. a. comici.
}}
{{ls
|lstext='''τεῦτλον''': τό, Ἰωνικ. καὶ νεώτ. Ἀττ. [[σεῦτλον]], λάχανόν τι μαγειρικόν, «σέσκουλον», Λατ. beta, Βατραχομυομ. 162, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, καὶ [[συχν]]. παρὰ τοῖς Κωμικ.· [[τέμαχος]] ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφ. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· τεύτλῳ περὶ [[σῶμα]] καλυπτὰ [[ἔγχελυς]] Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., τεύτλοισί τ’ ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 12, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1014· ἐγχέλεις τεῦτλ’ ἀμπεχόμενοι Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Προσουσίᾳ ἢ Κύκνῳ» 1: - οἱ νεώτεροι κωμικ. ποιηταὶ περιπαίζουσι τὴν χρῆσιν τῶν Ἰωνικ. τύπων, ἐὰν μὲν [[τευτλίον]] [εἴπη], παρείδομεν· ἐὰν δὲ [[σεῦτλον]], ἀσμένως ἠκούσαμεν, - ὡς οὐ τὸ [[σεῦτλον]] ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2· ἐπὰν δὲ καλέσῃ... τὸ [[τευτλίον]]... σεῦτλα Εὔφρων ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1· τεῦτλα σευτλίδας καλῶν Δίφιλ. ἐν «Ἥρωι» 1. Ἴδε [[ἐντευτλανόομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />bette <i>ou</i> poirée, <i>légume</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob.
|btext=ου (τό) :<br />bette <i>ou</i> poirée, <i>légume</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob.
}}
{{elru
|elrutext='''τεῦτλον:''' ион. [[σεῦτλον]] τό (белая) свекла Arph.
}}
{{ls
|lstext='''τεῦτλον''': τό, Ἰωνικ. καὶ νεώτ. Ἀττ. [[σεῦτλον]], λάχανόν τι μαγειρικόν, «σέσκουλον», Λατ. beta, Βατραχομυομ. 162, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμικ.· [[τέμαχος]] ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφ. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· τεύτλῳ περὶ [[σῶμα]] καλυπτὰ [[ἔγχελυς]] Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., τεύτλοισί τ’ ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 12, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1014· ἐγχέλεις τεῦτλ’ ἀμπεχόμενοι Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Προσουσίᾳ ἢ Κύκνῳ» 1: - οἱ νεώτεροι κωμικ. ποιηταὶ περιπαίζουσι τὴν χρῆσιν τῶν Ἰωνικ. τύπων, ἐὰν μὲν [[τευτλίον]] [εἴπη], παρείδομεν· ἐὰν δὲ [[σεῦτλον]], ἀσμένως ἠκούσαμεν, - ὡς οὐ τὸ [[σεῦτλον]] ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2· ἐπὰν δὲ καλέσῃ... τὸ [[τευτλίον]]... σεῦτλα Εὔφρων ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1· τεῦτλα σευτλίδας καλῶν Δίφιλ. ἐν «Ἥρωι» 1. Ἴδε [[ἐντευτλανόομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τεῦτλον:''' τό, Ιων. και νεώτ. Αττ. [[σεῦτλον]], [[παντζάρι]], Λατ. [[beta]], σε Βατραχομ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''τεῦτλον:''' τό, Ιων. και νεώτ. Αττ. [[σεῦτλον]], [[παντζάρι]], Λατ. [[beta]], σε Βατραχομ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''τεῦτλον:''' ион. [[σεῦτλον]] τό (белая) свекла Arph.
|mdlsjtxt=[[τεῦτλον]], ου, τό,<br />beet, Lat. [[beta]], Batr., Ar., etc.
}}
{{FriskDe
|ftr='''τεῦτλον''': {teũtlon}<br />'''Forms''': ion. hell. [[σεῦτλον]]<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Mangold]], [[Beta maritima]] (Hp., Kom., Thphr., Pap. u.a.).<br />'''Composita''': Als Vorderglied in [[τευτλοφακῆ]] f. [[ Mischung von Mangold und Linsen]] (Mediz.).<br />'''Derivative''': Davon [[τευτλίον]], σ- (Ar., Diokl.''Fr''., Thphr., Pap. u.a.), -ίς (Thphr., Diph.); Τευτλοῦσσα f. "Mangoldinsel", Insel an der Küste Kariens (Th.).<br />'''Etymology''': Unerklärtes Fremdwort. Abzulehnen Tovar Münch. Stud. 10, 77 ff.: eig. [[saftig]] zu idg. ''dheu''- [[laufen]], [[rinnen]] mit weiterer Einbeziehung von [[τευθίς]] (s.d.). Der Wechsel τ-: σ-kann auf künstliche Attizisierung bzw. Ionisierung zurückgehen.<br />'''Page''' 2,887
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=![[τεῦτλον]], ου, τό,<br />beet, Lat. [[beta]], Batr., Ar., etc.
|mantxt=τό (=[[λάχανο]], [[σέσκουλο]]). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Στήν [[ἀρχή]] ἦταν [[σεῦτλον]].
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεῦτλον Medium diacritics: τεῦτλον Low diacritics: τεύτλον Capitals: ΤΕΥΤΛΟΝ
Transliteration A: teûtlon Transliteration B: teutlon Transliteration C: teytlon Beta Code: teu=tlon

English (LSJ)

τό, Ion. and later Att. σεῦτλον, beet, Beta maritima, Batr.162, Hp.Art.63, Thphr. HP 1.6.6, freq. in Com.; τέμαχος ἐν τεύτλου.. κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph.181 (troch.); τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτὰ ἔγχελυς Eub.35 (lyr.): more freq. in plural, τεύτλοισί τ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Pherecr.108.12, cf. Ar.Pax 1014 (lyr.); ἐγχέλεις τεῦτλ' ἀμπεχόμεναι Eub.37, cf. 93:—the later Com. ridicule the use of the Ion. forms, ἐὰν μὲν τευτλίον [εἴπῃ], παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν,—ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ Alex.142.5; ἐπὰν δὲ καλέσῃ.. τὸ τευτλίον.. σεῦτλα Euphro 3; τεῦτλα τευτλίδας (prob. σευτλίδας) καλῶν Diph.47: the form τεῦτλον is used by Diocl.Fr.119, Gal.6.298, al.; σεῦτλον in PPetr.3p.326 (iii B.C.), PCair.Zen.232v (iii B.C.), BGU1118.17 (i B.C.), PLond.3.964.15 (iii A.D.), Edict.Diocl.6.14, Gp.8.33, al.; [σεῦ]τλος, τό, prob. in Bell-Nock-Thompson Magical Texts from a Bilingual Papyrus p.19 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1101] τό, att. statt des ion. u. gemeinen σεῦτλον, ein Küchengewächs, Mangold, Ar. Pav 979 u. a. comici.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bette ou poirée, légume.
Étymologie: DELG emprunt prob.

Russian (Dvoretsky)

τεῦτλον: ион. σεῦτλον τό (белая) свекла Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τεῦτλον: τό, Ἰωνικ. καὶ νεώτ. Ἀττ. σεῦτλον, λάχανόν τι μαγειρικόν, «σέσκουλον», Λατ. beta, Βατραχομυομ. 162, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμικ.· τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφ. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτὰ ἔγχελυς Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., τεύτλοισί τ’ ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 12, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1014· ἐγχέλεις τεῦτλ’ ἀμπεχόμενοι Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Προσουσίᾳ ἢ Κύκνῳ» 1: - οἱ νεώτεροι κωμικ. ποιηταὶ περιπαίζουσι τὴν χρῆσιν τῶν Ἰωνικ. τύπων, ἐὰν μὲν τευτλίον [εἴπη], παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν, - ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2· ἐπὰν δὲ καλέσῃ... τὸ τευτλίον... σεῦτλα Εὔφρων ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1· τεῦτλα σευτλίδας καλῶν Δίφιλ. ἐν «Ἥρωι» 1. Ἴδε ἐντευτλανόομαι.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. τεύτλο.

Greek Monotonic

τεῦτλον: τό, Ιων. και νεώτ. Αττ. σεῦτλον, παντζάρι, Λατ. beta, σε Βατραχομ., Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

τεῦτλον, ου, τό,
beet, Lat. beta, Batr., Ar., etc.

Frisk Etymology German

τεῦτλον: {teũtlon}
Forms: ion. hell. σεῦτλον
Grammar: n.
Meaning: Mangold, Beta maritima (Hp., Kom., Thphr., Pap. u.a.).
Composita: Als Vorderglied in τευτλοφακῆ f. Mischung von Mangold und Linsen (Mediz.).
Derivative: Davon τευτλίον, σ- (Ar., Diokl.Fr., Thphr., Pap. u.a.), -ίς (Thphr., Diph.); Τευτλοῦσσα f. "Mangoldinsel", Insel an der Küste Kariens (Th.).
Etymology: Unerklärtes Fremdwort. Abzulehnen Tovar Münch. Stud. 10, 77 ff.: eig. saftig zu idg. dheu- laufen, rinnen mit weiterer Einbeziehung von τευθίς (s.d.). Der Wechsel τ-: σ-kann auf künstliche Attizisierung bzw. Ionisierung zurückgehen.
Page 2,887

Mantoulidis Etymological

τό (=λάχανο, σέσκουλο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Στήν ἀρχή ἦταν σεῦτλον.