ὑπανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypanastasis
|Transliteration C=ypanastasis
|Beta Code=u(pana/stasis
|Beta Code=u(pana/stasis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rising up from one's seat</b>, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1165a28</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.36O.</span>: pl., <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>425b</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.61</span>: cf. ὑπανίσταμαι <span class="bibl">2</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[rising up from one's seat]], ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Arist.EN1165a28, cf. Phld.Hom.p.36O.: pl., Pl. R.425b, Porph.Abst.2.61: cf. [[ὑπανίσταμαι]] 2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1182.png Seite 1182]] ἡ, das Aufstehen von seinem Sitze, um einem Andern Platz zu machen; im plur., Plat. Rep. IV, 425 b; Ggstz [[κατάκλισις]], Arist. eth. Nic. 9, 2, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1182.png Seite 1182]] ἡ, das Aufstehen von seinem Sitze, um einem Andern Platz zu machen; im plur., Plat. Rep. IV, 425 b; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[κατάκλισις]], Arist. eth. Nic. 9, 2, 9.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se lever par déférence <i>ou</i> pour faire place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπανίσταμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπανάστᾰσις:''' εως ἡ [[вставание]] Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπᾰνάστασις''': -εως, ἡ, τὸ ὑπανίστασθαι πρὸς τιμήν τινος, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2. 9· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 425Β· ‒ πρβλ. [[ὑπανίσταμαι]] 2.
|lstext='''ὑπᾰνάστασις''': -εως, ἡ, τὸ ὑπανίστασθαι πρὸς τιμήν τινος, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2. 9· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 425Β· ‒ πρβλ. [[ὑπανίσταμαι]] 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se lever par déférence <i>ou</i> pour faire place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπανίσταμαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[ὑπανίστημι]]<br />το να σηκώνεται [[κανείς]] από τη [[θέση]] του για να καθήσει [[ένας]] [[άλλος]] («ὑπαναστάσει τιμᾱν τοὺς πρεσβυτέρους», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[ὑπανίστημι]]<br />το να σηκώνεται [[κανείς]] από τη [[θέση]] του για να καθήσει [[ένας]] [[άλλος]] («ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπανάστᾰσις:''' ἡ, το να σηκώνεται [[κάποιος]] από τη [[θέση]] του, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπανάστᾰσις:''' ἡ, το να σηκώνεται [[κάποιος]] από τη [[θέση]] του, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπανάστᾰσις:''' εως ἡ вставание Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπανάστᾰσις, εως,<br />a [[rising]] up from one's [[seat]], Plat.
|mdlsjtxt=ὑπανάστᾰσις, εως,<br />a [[rising]] up from one's [[seat]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανάστᾰσις Medium diacritics: ὑπανάστασις Low diacritics: υπανάστασις Capitals: ΥΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: hypanástasis Transliteration B: hypanastasis Transliteration C: ypanastasis Beta Code: u(pana/stasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, rising up from one's seat, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Arist.EN1165a28, cf. Phld.Hom.p.36O.: pl., Pl. R.425b, Porph.Abst.2.61: cf. ὑπανίσταμαι 2.

German (Pape)

[Seite 1182] ἡ, das Aufstehen von seinem Sitze, um einem Andern Platz zu machen; im plur., Plat. Rep. IV, 425 b; Gegensatz κατάκλισις, Arist. eth. Nic. 9, 2, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se lever par déférence ou pour faire place à qqn.
Étymologie: ὑπανίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπανάστᾰσις: εως ἡ вставание Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰνάστασις: -εως, ἡ, τὸ ὑπανίστασθαι πρὸς τιμήν τινος, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2. 9· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 425Β· ‒ πρβλ. ὑπανίσταμαι 2.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α ὑπανίστημι
το να σηκώνεται κανείς από τη θέση του για να καθήσει ένας άλλος («ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ὑπανάστᾰσις: ἡ, το να σηκώνεται κάποιος από τη θέση του, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὑπανάστᾰσις, εως,
a rising up from one's seat, Plat.