ἀμαρυγή: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
(1a)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amarygi
|Transliteration C=amarygi
|Beta Code=a)marugh/
|Beta Code=a)marugh/
|Definition=[Att. ῠ, Ep.<b class="b3">ῡ], ἡ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sparkling, twinkling, glancing</b>, of objects in motion, as of the eye, <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>45</span>; of stars, <span class="bibl">A.R.2.42</span>; of the sun, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Vand.</span>2.14</span>; of any quick motion, ἵππων ἀ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>925</span>:— also ἀμάρυγξ, γγος, ἡ, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.743</span>: ἀμάρυξις, εως, ἡ, Sch.<span class="bibl">A.R. 3.1018</span>.</span>
|Definition=[Att. ῠ, Ep.<b class="b3">ῡ], ἡ,</b> [[sparkling]], [[twinkling]], [[glancing]], of objects in motion, as of the eye, ''h.Merc.''45; of stars, A.R.2.42; of the sun, Procop.''Vand.''2.14; of any quick motion, ἵππων ἀ. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''925:—also [[ἀμάρυγξ]], γγος, ἡ, Hdn.Gr.2.743: ἀμάρυξις, εως, ἡ, Sch.A.R. 3.1018.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀμᾰρυγή''': [Ἀττ. ῠ, Ἐπ. ῡ], ἡ, = [[μαρμαρυγή]], ἀκτινοβόλησις, σπινθηροβόλησις, [[ἀντανάκλασις]] πραγμάτων ἐν κινήσει ὡς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 45: ἐπὶ ἀστέρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 42· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως· ἵππων ἀμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 925. ― Ὡσαύτως ἀμάρυγξ, υγγος, ἡ, παρὰ Χοιροβ. 1. 82: ― ἀμάρυξις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1018. ― Ἀμαρυγκεύς, ὡς κύρ. [[ὄνομα]] εὕρηται ἐν Ἰλ. Ψ. 630 καὶ ἀλλ.: πρβλ. [[ἀμαρύσσω]] ἐν τέλ.
|dgtxt=(ἀμᾰρυγή) -ῆς, ἡ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-] [át. --, ép. --]<br /><b class="num">1</b> [[chispeo]], [[destello]] ἀπ' ὀφθαλμῶν <i>h.Merc</i>.45, ὀφθαλμῶν A.R.3.1018, de las estrellas, A.R.2.42, Sch.Arat.941M., del sol, Procop.<i>Vand</i>.2.14.5.<br /><b class="num">2</b> [[viveza]] en la carrera ἵππων Ar.<i>Au</i>.925.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀμαρύσσω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> éclair, rayon lumineux;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> course rapide comme un éclair.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμαρύσσω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[éclair]], [[rayon lumineux]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> course rapide comme un éclair.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμαρύσσω]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ἡ, <i>das [[Schimmern]], [[Funkeln]] [[beweglicher]] [[Gegenstände]]</i>, ὀφθαλμῶν ἀμαρυγαί <i>H.h. Merc</i>. 45; Ap.Rh. 3.1018; ἀστέρος 2.42 (Schol. ἀκτῖνες), vgl. 4.1696; dah. <i>[[schnelle]] [[Bewegung]]</i>, ἵππου Ar. <i>Av</i>. 925.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=(ἀμᾰρυγή) -ῆς, <br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-] [át. -ῠ-, ép. -ῡ-]<br /><b class="num">1</b> [[chispeo]], [[destello]] ἀπ' ὀφθαλμῶν <i>h.Merc</i>.45, ὀφθαλμῶν A.R.3.1018, de las estrellas, A.R.2.42, Sch.Arat.941M., del sol, Procop.<i>Vand</i>.2.14.5.<br /><b class="num">2</b> [[viveza]] en la carrera ἵππων Ar.<i>Au</i>.925.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀμαρύσσω]].
|elrutext='''ἀμᾰρῠγή:''' (ᾰμ; эп. ῡ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[мигание]] (ὀφθαλμῶν HH);<br /><b class="num">2</b> [[быстрое мелькание]] (ἵππων Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀμᾰρυγή''': [Ἀττ. ῠ, Ἐπ. ῡ], ἡ, = [[μαρμαρυγή]], ἀκτινοβόλησις, σπινθηροβόλησις, [[ἀντανάκλασις]] πραγμάτων ἐν κινήσει ὡς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 45: ἐπὶ ἀστέρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 42· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως· ἵππων ἀμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 925. ― Ὡσαύτως ἀμάρυγξ, υγγος, ἡ, παρὰ Χοιροβ. 1. 82: ― ἀμάρυξις, εως, , Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1018. ― Ἀμαρυγκεύς, ὡς κύρ. [[ὄνομα]] εὕρηται ἐν Ἰλ. Ψ. 630 καὶ ἀλλ.: πρβλ. [[ἀμαρύσσω]] ἐν τέλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμᾰρυγή:''' (Αττ. <i>ῠ</i>, Επικ. <i>ῡ</i>),ἡ = [[μαρμαρυγή]], [[ακτινοβόληση]], σπινθηροβόληση, λέγεται για το [[μάτι]], σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τα πόδια των αλόγων, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀμᾰρυγή:''' (Αττ. <i>ῠ</i>, Επικ. <i>ῡ</i>),ἡ = [[μαρμαρυγή]], [[ακτινοβόληση]], σπινθηροβόληση, λέγεται για το [[μάτι]], σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τα πόδια των αλόγων, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμᾰρῠγή:''' (ᾰμ; эп. ῡ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> мигание (ὀφθαλμῶν HH);<br /><b class="num">2)</b> быстрое мелькание (ἵππων Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀμαρύσσω]]; = [[μαρμαρυγή]]<br />a [[sparkling]], [[glancing]], of the eye, Hhymn.; of horses' feet, Ar.
|mdlsjtxt=[from [[ἀμαρύσσω]]; = [[μαρμαρυγή]]<br />a [[sparkling]], [[glancing]], of the eye, Hhymn.; of horses' feet, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰρυγή Medium diacritics: ἀμαρυγή Low diacritics: αμαρυγή Capitals: ΑΜΑΡΥΓΗ
Transliteration A: amarygḗ Transliteration B: amarygē Transliteration C: amarygi Beta Code: a)marugh/

English (LSJ)

[Att. ῠ, Ep.ῡ], ἡ, sparkling, twinkling, glancing, of objects in motion, as of the eye, h.Merc.45; of stars, A.R.2.42; of the sun, Procop.Vand.2.14; of any quick motion, ἵππων ἀ. Ar.Av.925:—also ἀμάρυγξ, γγος, ἡ, Hdn.Gr.2.743: ἀμάρυξις, εως, ἡ, Sch.A.R. 3.1018.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰρυγή) -ῆς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-] [át. -ῠ-, ép. -ῡ-]
1 chispeo, destello ἀπ' ὀφθαλμῶν h.Merc.45, ὀφθαλμῶν A.R.3.1018, de las estrellas, A.R.2.42, Sch.Arat.941M., del sol, Procop.Vand.2.14.5.
2 viveza en la carrera ἵππων Ar.Au.925.
• Etimología: Cf. ἀμαρύσσω.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 éclair, rayon lumineux;
2 fig. course rapide comme un éclair.
Étymologie: ἀμαρύσσω.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, das Schimmern, Funkeln beweglicher Gegenstände, ὀφθαλμῶν ἀμαρυγαί H.h. Merc. 45; Ap.Rh. 3.1018; ἀστέρος 2.42 (Schol. ἀκτῖνες), vgl. 4.1696; dah. schnelle Bewegung, ἵππου Ar. Av. 925.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰρῠγή: (ᾰμ; эп. ῡ) ἡ
1 мигание (ὀφθαλμῶν HH);
2 быстрое мелькание (ἵππων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰρυγή: [Ἀττ. ῠ, Ἐπ. ῡ], ἡ, = μαρμαρυγή, ἀκτινοβόλησις, σπινθηροβόλησις, ἀντανάκλασις πραγμάτων ἐν κινήσει ὡς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 45: ἐπὶ ἀστέρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 42· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως· ἵππων ἀμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 925. ― Ὡσαύτως ἀμάρυγξ, υγγος, ἡ, παρὰ Χοιροβ. 1. 82: ― ἀμάρυξις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1018. ― Ἀμαρυγκεύς, ὡς κύρ. ὄνομα εὕρηται ἐν Ἰλ. Ψ. 630 καὶ ἀλλ.: πρβλ. ἀμαρύσσω ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἀμαρυγή, η (AM) ἀμαρύσσω
1. (για κινούμενα σώματα) μαρμαρυγή, σπινθηρισμός, ακτινοβολία, λάμψη
2. γρήγορη κίνηση.

Greek Monotonic

ἀμᾰρυγή: (Αττ. , Επικ. ),ἡ = μαρμαρυγή, ακτινοβόληση, σπινθηροβόληση, λέγεται για το μάτι, σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τα πόδια των αλόγων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀμαρύσσω; = μαρμαρυγή
a sparkling, glancing, of the eye, Hhymn.; of horses' feet, Ar.