διαβολία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(1a)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavolia
|Transliteration C=diavolia
|Beta Code=diaboli/a
|Beta Code=diaboli/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[διαβολή]], <span class="bibl">Thgn.324</span>; <b class="b3">δεινόν ἐστιν ἡ δ</b>. Hippias <span class="title">Fr.</span>17D.: in pl., <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.76</span>. (Perh. to be written <b class="b3">διαι-</b> metri gr. in poetry.)</span>
|Definition=Ion. [[διαβολίη]], ἡ, = [[διαβολή]], Thgn.324; <b class="b3">δεινόν ἐστιν ἡ δ.</b> Hippias ''Fr.''17D.: in plural, Pi.''P.''2.76. (Perh. to be written <b class="b3">διαι-</b> metri gr. in poetry.)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διαιβολίη Thgn.324<br /><b class="num">• Morfología:</b> [dór. plu. gen. διᾱβολιᾶν Pi.<i>P</i>.2.76]<br />[[calumnia]] πειθόμενος χαλεπῇ ... διαιβολίῃ Thgn.l.c., ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες Pi.l.c., δεινόν ἐστιν ἡ δ. Hippias B 17, cf. Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0573.png Seite 573]] ἡ, dasselbe, Pind. P. 2, 76; Theogn. 324. [[διαβολικός]], ή, όν, verläumderisch, Clem. Al. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0573.png Seite 573]] ἡ, dasselbe, Pind. P. 2, 76; Theogn. 324. [[διαβολικός]], ή, όν, verläumderisch, Clem. Al. u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''διᾱβολία:''' ἡ Pind. = [[διαβολή]] 5.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>δῐᾱβολία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[slander]] ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (P. 2.76)
|sltr=<b>δῐᾱβολία</b> [[slander]] ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (P. 2.76)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διαιβολίη Thgn.324<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [dór. plu. gen. διᾱβολιᾶν Pi.<i>P</i>.2.76]<br />[[calumnia]] πειθόμενος χαλεπῇ ... διαιβολίῃ Thgn.l.c., ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες Pi.l.c., δεινόν ἐστιν ἡ δ. Hippias B 17, cf. Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβολία:''' ἡ, ποιητ. <i>διαβολίη</i>, = [[διαβολή]], σε Θέογν., Πίνδ.
|lsmtext='''διαβολία:''' ἡ, ποιητ. <i>διαβολίη</i>, = [[διαβολή]], σε Θέογν., Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διᾱβολία:''' ἡ Pind. = [[διαβολή]] 5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαβολία]], ἡ, = [[διαβολή]], Theogn., Pind.]
|mdlsjtxt=[[διαβολία]], ἡ, = [[διαβολή]], Theogn., Pind.]
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβολία Medium diacritics: διαβολία Low diacritics: διαβολία Capitals: ΔΙΑΒΟΛΙΑ
Transliteration A: diabolía Transliteration B: diabolia Transliteration C: diavolia Beta Code: diaboli/a

English (LSJ)

Ion. διαβολίη, ἡ, = διαβολή, Thgn.324; δεινόν ἐστιν ἡ δ. Hippias Fr.17D.: in plural, Pi.P.2.76. (Perh. to be written διαι- metri gr. in poetry.)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): διαιβολίη Thgn.324
• Morfología: [dór. plu. gen. διᾱβολιᾶν Pi.P.2.76]
calumnia πειθόμενος χαλεπῇ ... διαιβολίῃ Thgn.l.c., ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες Pi.l.c., δεινόν ἐστιν ἡ δ. Hippias B 17, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, dasselbe, Pind. P. 2, 76; Theogn. 324. διαβολικός, ή, όν, verläumderisch, Clem. Al. u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

διᾱβολία: ἡ Pind. = διαβολή 5.

Greek (Liddell-Scott)

διαβολία: Ἰων. -ίη, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ διαβολή, Θέογν. 324· κατὰ πληθ., Πίνδ. ΙΙ. 2. 140. Ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἡ β' συλλαβὴ εἶναι μακρὰ καὶ πιθ. ὁ Bgk. ὀρθῶς ἐπανήγαγε τὸν ποιητ. τύπον διαιβολία· πρβλ. καταιβατός, μεταιβολία.

English (Slater)

δῐᾱβολία slander ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (P. 2.76)

Greek Monolingual

η
1. πανουργία
2. (για παιδιά) ζωηρότητα, εξυπνάδα
3. πράξη πονηρή, διαβολική, που τείνει να εξαπατήσει τον άλλον, ζαβολιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβολία < διάβολος.

Greek Monotonic

διαβολία: ἡ, ποιητ. διαβολίη, = διαβολή, σε Θέογν., Πίνδ.

Middle Liddell

διαβολία, ἡ, = διαβολή, Theogn., Pind.]