καρηκομόωντες: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karikomoontes
|Transliteration C=karikomoontes
|Beta Code=karhkomo/wntes
|Beta Code=karhkomo/wntes
|Definition=οἱ, (κομάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with hair on the head, long-haired</b>, epith. of the Achaians, <span class="bibl">Il.2.11</span>, al. (sed divisim scrib.): Com. metaph., ἐχῖνοι κ. ἀκάνθαις <span class="bibl">Matro <span class="title">Conv.</span>18</span>:—hence Verb καρηκομόω, coined by <span class="bibl">Diog.<span class="title">Ep.</span>19</span>.</span>
|Definition=οἱ, ([[κομάω]]) [[with hair on the head]], [[long-haired]], [[epithet]] of the Achaians, Il.2.11, al. (sed divisim scrib.): Com. metaph., ἐχῖνοι κ. ἀκάνθαις Matro ''Conv.''18:—hence Verb καρηκομόω, coined by Diog.''Ep.''19.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[long]]-haired; epith. of the Achaeans, [[who]] [[cut]] [[their]] [[hair]] only in [[mourning]] or on [[taking]] a [[vow]], Il. 23.146, 151, [[while]] slaves and Orientals [[habitually]] shaved [[their]] heads.
|auten=[[long]]-haired; [[epithet]] of the Achaeans, [[who]] [[cut]] [[their]] [[hair]] only in [[mourning]] or on [[taking]] a [[vow]], Il. 23.146, 151, [[while]] slaves and Orientals [[habitually]] shaved [[their]] heads.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κομάω]]<br />with [[hair]] on the [[head]], [[long]]-haired, of the Achaians, who let all [[their]] [[hair]] [[grow]] ([[whereas]] the Abantes, who wore theirs [[long]] only at the [[back]] of the [[head]], were called [[ὄπιθεν]] κομόωντεσ), Il.
|mdlsjtxt=[[κομάω]]<br />with [[hair]] on the [[head]], [[long]]-haired, of the Achaians, who let all [[their]] [[hair]] [[grow]] ([[whereas]] the Abantes, who wore theirs [[long]] only at the [[back]] of the [[head]], were called [[ὄπιθεν]] κομόωντεσ), Il.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[κάρη]] (=μέ μακριά μαλλιά). Ἀπό τό [[κάρη]] (=[[κεφάλι]]) + [[κομάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηκομόωντες Medium diacritics: καρηκομόωντες Low diacritics: καρηκομόωντες Capitals: ΚΑΡΗΚΟΜΟΩΝΤΕΣ
Transliteration A: karēkomóōntes Transliteration B: karēkomoōntes Transliteration C: karikomoontes Beta Code: karhkomo/wntes

English (LSJ)

οἱ, (κομάω) with hair on the head, long-haired, epithet of the Achaians, Il.2.11, al. (sed divisim scrib.): Com. metaph., ἐχῖνοι κ. ἀκάνθαις Matro Conv.18:—hence Verb καρηκομόω, coined by Diog.Ep.19.

German (Pape)

[Seite 1327] οἱ, die Hauptbehaarten, Hauptumlockten, Ἀχαιοί, Hom. oft, die ihr Haar am ganzen Kopfe wachsen ließen, während die Abanten das Haar nur am Hinterkopfe stehen ließen, ὄπιθεν κομόωντες; καρ. ἑταῖροι Odyss. 2, 408; Matro bei Ath. IV, 135 a ἐχίνους καρηκομόωντας ἀκάνθαις. Das Verbum καρηκομάω kommt nicht vor.

French (Bailly abrégé)

v. καρηκομάω.

English (Autenrieth)

long-haired; epithet of the Achaeans, who cut their hair only in mourning or on taking a vow, Il. 23.146, 151, while slaves and Orientals habitually shaved their heads.

Greek Monolingual

οι (Α καρηκομόωντες και κάρη κομόωντες) νεοελλ. ειρωνική λόγια απόδοση του «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές
αρχ.
(στον Όμ. μτχ. του άχρ. ρ. καρηκομάω)
1. (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν μακριά και πυκνή κόμη
2. μτφ. κωμ. επίθ. για τους αχινούς, λόγω τών αγκαθιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφαλή» + κομόωντες, ονομ. πληθ. της επικ. μτχ. ενεστ. του ρ. κομάω «τρέφω κόμη»].

Greek Monotonic

κᾰρηκομόωντες: οἱ (κομόω), αυτοί που έχουν μακριά μαλλιά στο κεφάλι, μακρυμάλληδες, λέγεται για τους Αχαιούς που άφηναν να μεγαλώσουν όλα τα μαλλιά τους (ενώ οι Άβαντες, διατηρούσαν μαλλιά μόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, γι' αυτό και ονομάζονταν ὄπισθεν κομόωντες), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

καρηκομόωντες: тж. раздельно [part. praes. pl. к *καρηκομάω обросшие волосами, длинноволосые (Ἀχαιοί Hom.).

Middle Liddell

κομάω
with hair on the head, long-haired, of the Achaians, who let all their hair grow (whereas the Abantes, who wore theirs long only at the back of the head, were called ὄπιθεν κομόωντεσ), Il.

Mantoulidis Etymological

κάρη (=μέ μακριά μαλλιά). Ἀπό τό κάρη (=κεφάλι) + κομάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.