σπουδαστός: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spoudastos
|Transliteration C=spoudastos
|Beta Code=spoudasto/s
|Beta Code=spoudasto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that deserves to be sought</b> or <b class="b2">tried zealously</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Ma.</span>297b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1163b25</span>.</span>
|Definition=σπουδαστή, σπουδαστόν, [[that deserves to be sought zealously]] or [[that deserves to be tried zealously]], Pl.''Hp.Ma.''297b, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1163b25.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σπουδαστός''': , -όν, ὁ [[ἄξιος]] νὰ ζητηθῇ [[μετὰ]] σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ [[μετὰ]] ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
|btext=ή, όν :<br />[[digne d'être recherché]].<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] [[waar men zijn best voor doet]], [[waard om na te streven]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />digne d’être recherché.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
|elrutext='''σπουδαστός:''' [adj. verb. к [[σπουδάζω]] заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σπουδαστός:''' -ή, -όν ([[σπουδάζω]]), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με [[προθυμία]] ή να δοκιμαστεί με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σπουδαστός:''' -ή, -όν ([[σπουδάζω]]), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με [[προθυμία]] ή να δοκιμαστεί με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπουδαστός:''' [adj. verb. к [[σπουδάζω]] заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.
|lstext='''σπουδαστός''': -ή, -όν, ὁ [[ἄξιος]] νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σπουδαστός]], ή, όν [[σπουδάζω]]<br />that deserves to be sought or [[tried]] [[zealously]], Plat.
|mdlsjtxt=[[σπουδαστός]], ή, όν [[σπουδάζω]]<br />that deserves to be sought or [[tried]] [[zealously]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστός Medium diacritics: σπουδαστός Low diacritics: σπουδαστός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: spoudastós Transliteration B: spoudastos Transliteration C: spoudastos Beta Code: spoudasto/s

English (LSJ)

σπουδαστή, σπουδαστόν, that deserves to be sought zealously or that deserves to be tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d'être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστός: [adj. verb. к σπουδάζω заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπουδάζω
αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος.

Greek Monotonic

σπουδαστός: -ή, -όν (σπουδάζω), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με προθυμία ή να δοκιμαστεί με ζήλο, άξιος σπουδής, σπουδαίος, σημαντικός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.

Middle Liddell

σπουδαστός, ή, όν σπουδάζω
that deserves to be sought or tried zealously, Plat.