ὑψίπους: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(1b)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsipous
|Transliteration C=ypsipous
|Beta Code=u(yi/pous
|Beta Code=u(yi/pous
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">high-footed</b>, i.e. <b class="b2">high-reared, lofty</b>, νόμοι <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>866</span> (lyr.).</span>
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, [[high-footed]], i.e. [[high-reared]], [[lofty]], νόμοι [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''866 (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds élevés ; élevé ; sublime.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πούς]].
}}
{{pape
|ptext=πουν, gen. ποδος, <i>[[hochfüßig]], [[hochgehend]]</i>, νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες [[οὐρανίαν]] δι' αἰθέρα τεκνωθέντες Soph. <i>O.R</i>. 866.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπους:''' 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίπους''': ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, [[ὑψηλός]], Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, [[ὑψοῦ]] πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
|lstext='''ὑψίπους''': ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, [[ὑψηλός]], Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, [[ὑψοῦ]] πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds élevés ; élevé ; sublime.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]])].
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> ([[πρβλ]]. [[ἀρτίπους]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπους:''' 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-πους,<br />[[high]]-footed, i. e. [[high]]-reared, [[lofty]], Soph.
|mdlsjtxt=ὑψί-πους,<br />[[high]]-footed, i. e. [[high]]-reared, [[lofty]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπους Medium diacritics: ὑψίπους Low diacritics: υψίπους Capitals: ΥΨΙΠΟΥΣ
Transliteration A: hypsípous Transliteration B: hypsipous Transliteration C: ypsipous Beta Code: u(yi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.

German (Pape)

πουν, gen. ποδος, hochfüßig, hochgehend, νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες οὐρανίαν δι' αἰθέρα τεκνωθέντες Soph. O.R. 866.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπους: 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

Greek Monolingual

-ουν, Α
1. αυτός που έχει ψηλά πόδια
2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτίπους)].

Greek Monotonic

ὑψίπους: ὁ, ἡ, αυτός που πατάει ψηλά, δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-πους,
high-footed, i. e. high-reared, lofty, Soph.