ὠνητής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onitis
|Transliteration C=onitis
|Beta Code=w)nhth/s
|Beta Code=w)nhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">buyer, purchaser</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span> 2.3</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>12.8</span>, <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>173</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>36</span>, etc.; τινος of something, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Erx.</span>394e</span>, <span class="bibl">Aeschin.1.108</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span>9</span>; <b class="b3">ὠνητὴν λαβεῖν</b> to find <b class="b2">a purchaser</b>, <span class="bibl">Antiph.161.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">contractor</b>, IG22.1596.3; <b class="b2">lessee</b> of mines, ib.1587.4, al.</span>
|Definition=ὠνητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[buyer]], [[purchaser]], X.''Oec.'' 2.3, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''12.8, Is.''Fr.''173, Plu.''Cat.Mi.''36, etc.; τινος of something, Pl.''Erx.''394e, Aeschin.1.108, Plu.''Ages.''9; <b class="b3">ὠνητὴν λαβεῖν</b> to find a [[purchaser]], Antiph.161.7.<br><span class="bld">2</span> [[contractor]], IG22.1596.3; [[lessee]] of mines, ib.1587.4, al.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[acheteur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Käufer]], [[Pächter]]</i>; Plat. <i>Eryx</i>. 394e; Aesch. 1.108; Plut. <i>Ages</i>. 9.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠνητής:''' οῦ ὁ [[покупатель]], [[покупщик]] Xen., Plat. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, [[μισθωτής]], πακτωτής, [[ἐργολάβος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, [[αὐτόθι]] 162, κατὰ τὸν Böckh.
|lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, [[μισθωτής]], πακτωτής, [[ἐργολάβος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, [[αὐτόθι]] 162, κατὰ τὸν Böckh.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οῡ, και δωρ. τ, [[ὠνατάς]], -ᾱ, ὁ, Α [[ὠνοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]]<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που, [[μετά]] από [[σύναψη]] συμβολαίου, αναλάμβανε τη [[μίσθωση]] δημόσιων προσόδων<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) [[μισθωτής]] μεταλλείων.
|mltxt=-οῦ, και δωρ. τ, [[ὠνατάς]], -ᾱ, ὁ, Α [[ὠνοῦμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]]<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που, [[μετά]] από [[σύναψη]] συμβολαίου, αναλάμβανε τη [[μίσθωση]] δημόσιων προσόδων<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) [[μισθωτής]] μεταλλείων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[αγοραστής]], αυτός που αποκτά [[κάτι]], σε Ξεν., Αισχίν.
|lsmtext='''ὠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[αγοραστής]], αυτός που αποκτά [[κάτι]], σε Ξεν., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠνητής:''' οῦ ὁ покупатель, покупщик Xen., Plat. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὠνητής]], οῦ, ὁ,<br />a [[buyer]], purchaser, Xen., Aeschin.
|mdlsjtxt=[[ὠνητής]], οῦ, ὁ,<br />a [[buyer]], purchaser, Xen., Aeschin.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[buyer]]
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητής Medium diacritics: ὠνητής Low diacritics: ωνητής Capitals: ΩΝΗΤΗΣ
Transliteration A: ōnētḗs Transliteration B: ōnētēs Transliteration C: onitis Beta Code: w)nhth/s

English (LSJ)

ὠνητοῦ, ὁ,
A buyer, purchaser, X.Oec. 2.3, Thphr. Char.12.8, Is.Fr.173, Plu.Cat.Mi.36, etc.; τινος of something, Pl.Erx.394e, Aeschin.1.108, Plu.Ages.9; ὠνητὴν λαβεῖν to find a purchaser, Antiph.161.7.
2 contractor, IG22.1596.3; lessee of mines, ib.1587.4, al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
acheteur.
Étymologie: ὠνέομαι.

German (Pape)

ὁ, Käufer, Pächter; Plat. Eryx. 394e; Aesch. 1.108; Plut. Ages. 9.

Russian (Dvoretsky)

ὠνητής: οῦ ὁ покупатель, покупщик Xen., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, ἀγοραστής, Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, μισθωτής, πακτωτής, ἐργολάβος, Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, αὐτόθι 162, κατὰ τὸν Böckh.

Greek Monolingual

-οῦ, και δωρ. τ, ὠνατάς, -ᾱ, ὁ, Α ὠνοῦμαι
1. αγοραστής
2. πρόσωπο που, μετά από σύναψη συμβολαίου, αναλάμβανε τη μίσθωση δημόσιων προσόδων
3. (ειδικότερα) μισθωτής μεταλλείων.

Greek Monotonic

ὠνητής: -οῦ, ὁ, αγοραστής, αυτός που αποκτά κάτι, σε Ξεν., Αισχίν.

Middle Liddell

ὠνητής, οῦ, ὁ,
a buyer, purchaser, Xen., Aeschin.

English (Woodhouse)

buyer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)