λυμαντήρ: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lymantir
|Transliteration C=lymantir
|Beta Code=lumanth/r
|Beta Code=lumanth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spoiler, destroyer</b>, φιλίας <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>3.3</span>.</span>
|Definition=λυμαντῆρος, ὁ, [[spoiler]], [[destroyer]], φιλίας X.''Hier.''3.3.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[destructeur]].<br />'''Étymologie:''' λυμαίνομαι.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ῆρος, ὁ, <i>der [[Zerstörende]], [[Verletzende]]</i>, Xen. <i>Hier</i>. 3.3.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ [[разрушитель]], [[нарушитель]] ([[φιλίας]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡμαντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, [[καταστροφεύς]], ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
|lstext='''λῡμαντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, [[καταστροφεύς]], ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />destructeur.<br />'''Étymologie:''' λυμαίνομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡμαντήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[καταστροφέας]], αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει [[κάτι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''λῡμαντήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[καταστροφέας]], αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель ([[φιλίας]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῡμαντήρ, ῆρος,<br />a [[spoiler]], [[destroyer]], Xen.
|mdlsjtxt=λῡμαντήρ, ῆρος,<br />a [[spoiler]], [[destroyer]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντήρ Medium diacritics: λυμαντήρ Low diacritics: λυμαντήρ Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΡ
Transliteration A: lymantḗr Transliteration B: lymantēr Transliteration C: lymantir Beta Code: lumanth/r

English (LSJ)

λυμαντῆρος, ὁ, spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.

German (Pape)

[ῡ], ῆρος, ὁ, der Zerstörende, Verletzende, Xen. Hier. 3.3.

Russian (Dvoretsky)

λῡμαντήρ: ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель (φιλίας Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.

Greek Monolingual

λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.

Greek Monotonic

λῡμαντήρ: -ῆρος, ὁ, καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῡμαντήρ, ῆρος,
a spoiler, destroyer, Xen.