μονόχηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monochilos
|Transliteration C=monochilos
|Beta Code=mono/xhlos
|Beta Code=mono/xhlos
|Definition=Dor. μονό-χᾱλος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">solid-hoofed</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>225</span> (lyr.).</span>
|Definition=Dor. [[μονόχαλος]], ον, [[solid-hoofed]], E.''IA''225 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] einklauig, mit ungespaltenen Hufen, μονόχαλα ὑπὸ σφυρά, Eur. l. A. 225.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] einklauig, mit ungespaltenen Hufen, μονόχαλα ὑπὸ σφυρά, Eur. l. A. 225.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόχηλος:''' дор. [[μονόχαλος|μονόχᾱλος]] 2 однокопытный: μονόχαλα σφυρά Eur. (конские) копыта.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχηλος]], -ον δωρ. μονόχαλος)<br />(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο [[χηλή]] ή [[οπλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] «[[οπλή]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρό</i>-<i>χηλος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χηλος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχηλος]], -ον δωρ. μονόχαλος)<br />(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο [[χηλή]] ή [[οπλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] «[[οπλή]]»), [[πρβλ]]. [[μακρόχηλος]], [[πολύχηλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονόχηλος:''' ([[χηλή]]), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο [[χηλή]], [[οπλή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μονόχηλος:''' ([[χηλή]]), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο [[χηλή]], [[οπλή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόχηλος:''' дор. [[μονόχαλος|μονόχᾱλος]] 2 однокопытный: μονόχαλα σφυρά Eur. (конские) копыта.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονό-χηλος, δοριξ μονό-χᾱλος, ον [[χηλή]]<br />[[solid]]-hoofed, Eur.
|mdlsjtxt=μονό-χηλος, δοριξ μονό-χᾱλος, ον [[χηλή]]<br />[[solid]]-hoofed, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχηλος Medium diacritics: μονόχηλος Low diacritics: μονόχηλος Capitals: ΜΟΝΟΧΗΛΟΣ
Transliteration A: monóchēlos Transliteration B: monochēlos Transliteration C: monochilos Beta Code: mono/xhlos

English (LSJ)

Dor. μονόχαλος, ον, solid-hoofed, E.IA225 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 206] einklauig, mit ungespaltenen Hufen, μονόχαλα ὑπὸ σφυρά, Eur. l. A. 225.

Russian (Dvoretsky)

μονόχηλος: дор. μονόχᾱλος 2 однокопытный: μονόχαλα σφυρά Eur. (конские) копыта.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχηλος: Δωρ. -χᾱλος, ον, ὁ ἔχων τὴν χηλὴν μονοφυῆ, δηλ. ἄσχιστον, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχηλος, -ον δωρ. μονόχαλος)
(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρόχηλος, πολύχηλος].

Greek Monotonic

μονόχηλος: (χηλή), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο χηλή, οπλή, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονό-χηλος, δοριξ μονό-χᾱλος, ον χηλή
solid-hoofed, Eur.