μαλλωτός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mallotos
|Transliteration C=mallotos
|Beta Code=mallwto/s
|Beta Code=mallwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fleecy</b>, <b class="b3">μ. χλαμύδες</b> cloaks <b class="b2">lined with wool</b>, <span class="bibl">Pl.Com.13</span>; δοραί <span class="bibl">Str.11.2.19</span>; χιτῶνες <span class="bibl">D.H.7.72</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1120 (iv A. D.), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7033.44</span> (v A. D.):—written μαλλουτός in <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>6 ii 65</span> (vi A. D.).</span>
|Definition=μαλλωτή, μαλλωτόν, [[fleecy]], <b class="b3">μ. χλαμύδες</b> cloaks [[lined with wool]], Pl.Com.13; δοραί Str.11.2.19; χιτῶνες D.H.7.72, cf. ''IG''22.1120 (iv A. D.), ''Sammelb.''7033.44 (v A. D.):—written μαλλουτός in ''PMasp.''6 ii 65 (vi A. D.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλλωτός]], -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) [[μαλλός]]<br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]] («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μαλλωτός]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 [[περίπου]] είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλλωτόν</i><br />[[είδος]] μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλλωτός]], -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) [[μαλλός]]<br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]] («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μαλλωτός]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 [[περίπου]] είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλλωτόν</i><br />[[είδος]] μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit langer [[Wolle]] [[versehen]]</i>, [[χιτών]], [[χλαμύς]], <i>ein [[Schafpelz]]</i>, Plat. com. bei Poll. 7.57; Dion.Hal. 7.72; auch μαλλωτὴ [[δορά]], Strab. XI.499. Vgl. [[μηλωτή]].
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλλωτός Medium diacritics: μαλλωτός Low diacritics: μαλλωτός Capitals: ΜΑΛΛΩΤΟΣ
Transliteration A: mallōtós Transliteration B: mallōtos Transliteration C: mallotos Beta Code: mallwto/s

English (LSJ)

μαλλωτή, μαλλωτόν, fleecy, μ. χλαμύδες cloaks lined with wool, Pl.Com.13; δοραί Str.11.2.19; χιτῶνες D.H.7.72, cf. IG22.1120 (iv A. D.), Sammelb.7033.44 (v A. D.):—written μαλλουτός in PMasp.6 ii 65 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μαλλωτός: -ή, -όν, ἔχων μαλλίον, «μαλλιαρός», μ. χλαμὺς Πλάτ. Κωμ. ἐν «ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 4· δοραὶ Στράβ. 499· χιτῶνες Διον. Ἁλ. 7. 72· πρβλ. μηλωτή.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαλλωτός, -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) μαλλός
γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτός
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 περίπου είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλλωτόν
είδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος.

German (Pape)

mit langer Wolle versehen, χιτών, χλαμύς, ein Schafpelz, Plat. com. bei Poll. 7.57; Dion.Hal. 7.72; auch μαλλωτὴ δορά, Strab. XI.499. Vgl. μηλωτή.