ισχέπλινθον: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> τὰ [[ἰσχέπλινθα]]<br />τα όρθια ξύλα [[γύρω]] από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη [[συγκράτηση]] τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» ( | |mltxt=ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> τὰ [[ἰσχέπλινθα]]<br />τα όρθια ξύλα [[γύρω]] από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη [[συγκράτηση]] τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἐχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πλίνθος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ ἰσχέπλινθα
τα όρθια ξύλα γύρω από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη συγκράτηση τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. ἐχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + πλίνθος.