καρβάν: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(1b)
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρβάν]], -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κάρβανος]], [[βαρβαρικός]], [[ξενικός]] («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» — τη βάρβαρη [[φωνή]] μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[τοπωνύμιο]] <i>Qarvana</i>. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «[[προσφορά]]»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό [[παρατσούκλι]] και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με [[σημασία]] «[[βαρβαρικός]]». Αν η [[άποψη]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] η Ελληνική δανείστηκε την [[ίδια]] εβρ. λ. και για δεύτερη [[φορά]], στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «[[προσφορά]]» και τη [[μορφή]] [[κορβάν]]].
|mltxt=[[καρβάν]], -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κάρβανος]], [[βαρβαρικός]], [[ξενικός]] («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῖς;» — τη βάρβαρη [[φωνή]] μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[τοπωνύμιο]] <i>Qarvana</i>. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «[[προσφορά]]»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό [[παρατσούκλι]] και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με [[σημασία]] «[[βαρβαρικός]]». Αν η [[άποψη]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] η Ελληνική δανείστηκε την [[ίδια]] εβρ. λ. και για δεύτερη [[φορά]], στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «[[προσφορά]]» και τη [[μορφή]] [[κορβάν]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: [[outlandish]], [[foreign]];<br />Other forms: acc. <b class="b3">-ᾶνα</b> (A. Supp. 129 [lyr.], H.), <b class="b3">κάρβανος</b> (A., Lyc.)<br />Derivatives: <b class="b3">καρβάζειν</b>, <b class="b3">καρβαΐζειν</b>, <b class="b3">καρβανίζειν</b> = <b class="b3">βαρβαρίζειν</b> H.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.<br />Etymology: Unknown. After Kretschmer Glotta 31, 250 from the place Qarbana (= Herakleion) in Egypt. Hommel Philol. 98, 132ff.: <b class="b3">καρβάν</b> = Hebr. identical with newtest. <b class="b3">κορβάν</b>, prop. <b class="b2">sacr. gift</b>, which became a surname for Phoenician merchants; hardly convincing, s. E. Masson, Emprunts sémit. 107. Perh. there is a relation with the name of the east-wind in Cyrene <b class="b3">Κάρβας</b>; Arist. Vent. 973b has: <b class="b3">ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην</b>. Phoen. acc. to Thphr. Vent. 62. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 92f. from Hitt. <b class="b2">kuriu̯ana-</b>independent.
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: [[outlandish]], [[foreign]];<br />Other forms: acc. <b class="b3">-ᾶνα</b> (A. Supp. 129 [lyr.], H.), [[κάρβανος]] (A., Lyc.)<br />Derivatives: [[καρβάζειν]], [[καρβαΐζειν]], [[καρβανίζειν]] = [[βαρβαρίζειν]] H.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.<br />Etymology: Unknown. After Kretschmer Glotta 31, 250 from the place Qarbana (= Herakleion) in Egypt. Hommel Philol. 98, 132ff.: [[καρβάν]] = Hebr. identical with newtest. [[κορβάν]], prop. <b class="b2">sacr. gift</b>, which became a surname for Phoenician merchants; hardly convincing, s. E. Masson, Emprunts sémit. 107. Perh. there is a relation with the name of the east-wind in Cyrene [[Κάρβας]]; Arist. Vent. 973b has: <b class="b3">ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην</b>. Phoen. acc. to Thphr. Vent. 62. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 92f. from Hitt. <b class="b2">kuriu̯ana-</b>independent.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''καρβάν''': {karbán}<br />'''Forms''': Akk. -ᾶνα (A. ''Supp''. 129 [lyr.], H.), [[κάρβανος]] (A., Lyk.)<br />'''Meaning''': [[ausländisch]], [[fremd]];<br />'''Derivative''': davon καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.<br />'''Etymology''' : Erklärung strittig. Nach Kretschmer Glotta 31, 250 (m. weiterer Lit.) von dem Ort Qarbana (= Herakleion) in Ägypten, von dem aus vermutlich die von den Ägyptern kriegsgefangenen Danaer nach dem Peloponnes flüchteten. Ganz anders Hommel Philol. 98, 132ff.: [[καρβάν]] = hebr. neutest. κορβάν, eig. [[Opfergabe]], das als angeblicher Spitzname auf phönikische Kaufleute bezogen wäre; die dafür gegebene semantische Begründung ist kaum überzeugend.<br />'''Page''' 1,786
|ftr='''καρβάν''': {karbán}<br />'''Forms''': Akk. -ᾶνα (A. ''Supp''. 129 [lyr.], H.), [[κάρβανος]] (A., Lyk.)<br />'''Meaning''': [[ausländisch]], [[fremd]];<br />'''Derivative''': davon καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.<br />'''Etymology''' : Erklärung strittig. Nach Kretschmer Glotta 31, 250 (m. weiterer Lit.) von dem Ort Qarbana (= Herakleion) in Ägypten, von dem aus vermutlich die von den Ägyptern kriegsgefangenen Danaer nach dem Peloponnes flüchteten. Ganz anders Hommel Philol. 98, 132ff.: [[καρβάν]] = hebr. neutest. κορβάν, eig. [[Opfergabe]], das als angeblicher Spitzname auf phönikische Kaufleute bezogen wäre; die dafür gegebene semantische Begründung ist kaum überzeugend.<br />'''Page''' 1,786
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

German (Pape)

[Seite 1325] ᾶνος, ὁ, Arcad. p. 8, 10, = κάρβανος; nach den Alten von Κάρ, οἱ ἔχοντες Καρὸς βοήν, = βάρβαρος, ausländisch; Aesch. αὐδά, Suppl. 122, χείρ, Ag. 1031; κάρβανος ὢν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν Suppl. 914; Lycophr. 605. 1387.

French (Bailly abrégé)

ᾶνος (ὁ, ἡ)
c. κάρβανος.

Greek Monolingual

καρβάν, -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)
κάρβανος, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῖς;» — τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «προσφορά»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό παρατσούκλι και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με σημασία «βαρβαρικός». Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, τότε η Ελληνική δανείστηκε την ίδια εβρ. λ. και για δεύτερη φορά, στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «προσφορά» και τη μορφή κορβάν].

Russian (Dvoretsky)

καρβάν: ᾶνος ὁ Aesch. = κάρβανος II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρβάν -ᾶνος en κάρβανος -ον vreemd, buitenlands:. καρβᾶνα αὐδάν buitenlandse spraak Aeschl. Suppl. 118.

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: outlandish, foreign;
Other forms: acc. -ᾶνα (A. Supp. 129 [lyr.], H.), κάρβανος (A., Lyc.)
Derivatives: καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: Unknown. After Kretschmer Glotta 31, 250 from the place Qarbana (= Herakleion) in Egypt. Hommel Philol. 98, 132ff.: καρβάν = Hebr. identical with newtest. κορβάν, prop. sacr. gift, which became a surname for Phoenician merchants; hardly convincing, s. E. Masson, Emprunts sémit. 107. Perh. there is a relation with the name of the east-wind in Cyrene Κάρβας; Arist. Vent. 973b has: ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην. Phoen. acc. to Thphr. Vent. 62. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 92f. from Hitt. kuriu̯ana-independent.

Frisk Etymology German

καρβάν: {karbán}
Forms: Akk. -ᾶνα (A. Supp. 129 [lyr.], H.), κάρβανος (A., Lyk.)
Meaning: ausländisch, fremd;
Derivative: davon καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.
Etymology : Erklärung strittig. Nach Kretschmer Glotta 31, 250 (m. weiterer Lit.) von dem Ort Qarbana (= Herakleion) in Ägypten, von dem aus vermutlich die von den Ägyptern kriegsgefangenen Danaer nach dem Peloponnes flüchteten. Ganz anders Hommel Philol. 98, 132ff.: καρβάν = hebr. neutest. κορβάν, eig. Opfergabe, das als angeblicher Spitzname auf phönikische Kaufleute bezogen wäre; die dafür gegebene semantische Begründung ist kaum überzeugend.
Page 1,786