злобный: Difference between revisions
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(2) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἄχρηστος]], [[ζαμενής]], [[κοτεινός]], [[κακοποιός]], [[βάσκανος]], [[βασκαντικός]], [[ἀταρτηρός]], [[ἀρρηνής]], [[κακόθροος]], [[κακόθρους]], [[ἰσχυρός]], [[κελαινώπης]], [[κελαινώπας]], [[δύσκολος]], [[ὑπόθερμος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[λευγαλέος]], [[δριμύς]] | |rueltext=[[ἄχρηστος]], [[ζαμενής]], [[κοτεινός]], [[κακοποιός]], [[βάσκανος]], [[βασκαντικός]], [[ἀταρτηρός]], [[ἀρρηνής]], [[κακόθροος]], [[κακόθρους]], [[ἰσχυρός]], [[κελαινώπης]], [[κελαινώπας]], [[δύσκολος]], [[ὑπόθερμος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[λευγαλέος]], [[δριμύς]], [[χαλεπός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:50, 18 October 2019
Russian > Greek
ἄχρηστος, ζαμενής, κοτεινός, κακοποιός, βάσκανος, βασκαντικός, ἀταρτηρός, ἀρρηνής, κακόθροος, κακόθρους, ἰσχυρός, κελαινώπης, κελαινώπας, δύσκολος, ὑπόθερμος, ἀπαρηγόρητος, λευγαλέος, δριμύς, χαλεπός