излагать: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[παραδείκνυμι]], [[ἐκτίθημι]], [[δηλοποιέω]], [[ἀφηγέομαι]], [[ἀπηγέομαι]], [[μυθολογέω]], [[κατατάσσω]], [[κατατάττω]], [[καταφράζω]], [[διαφράζω]], [[διεξηγέομαι]], [[ἐκδιηγέομαι]], [[συνδιέξειμι]], [[διακριβόω]] | |rueltext=[[ὀνομάζω]], [[παραδείκνυμι]], [[ἐκτίθημι]], [[δηλοποιέω]], [[ἀφηγέομαι]], [[ἀπηγέομαι]], [[μυθολογέω]], [[κατατάσσω]], [[κατατάττω]], [[καταφράζω]], [[διαφράζω]], [[διεξηγέομαι]], [[ἐκδιηγέομαι]], [[συνδιέξειμι]], [[διακριβόω]], [[περιλαμβάνω]], [[ὑποτίθημι]], [[ἐκφέρω]], [[διώκω]], [[ἐπέρχομαι]], [[καταλέγω]], [[ἀπαγγέλλω]], [[διέξειμι]], [[προτίθημι]], [[διέρχομαι]], [[ἐξηγέομαι]], [[ἐφικνέομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ὀνομάζω, παραδείκνυμι, ἐκτίθημι, δηλοποιέω, ἀφηγέομαι, ἀπηγέομαι, μυθολογέω, κατατάσσω, κατατάττω, καταφράζω, διαφράζω, διεξηγέομαι, ἐκδιηγέομαι, συνδιέξειμι, διακριβόω, περιλαμβάνω, ὑποτίθημι, ἐκφέρω, διώκω, ἐπέρχομαι, καταλέγω, ἀπαγγέλλω, διέξειμι, προτίθημι, διέρχομαι, ἐξηγέομαι, ἐφικνέομαι