рядом: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
(6) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συμπαραθέω]], [[ἀγχοῦ]], [[ἑξῆς]], [[ἑξείης]], [[ἀγχόθι]], [[ἀγχίθυρος]], [[ὁμοστιχάω]], [[σύγκειμαι]], [[συγκατάκειμαι]], [[παρέκ]], [[πάρεξ]], [[συμπαραπλέω]], [[ἐφεξῆς]], [[ἐπεξῆς]], [[παρά]], [[συγκάθημαι]], [[συγκάτημαι]], [[συμπαρακαθέζομαι]], [[προσυνοικέω]], [[προσξυνοικέω]], [[συμπαρεδρεύω]], [[ἴκταρ]] | |rueltext=[[συμπαραθέω]], [[ἀγχοῦ]], [[ἑξῆς]], [[ἑξείης]], [[ἀγχόθι]], [[ἀγχίθυρος]], [[ὁμοστιχάω]], [[σύγκειμαι]], [[συγκατάκειμαι]], [[παρέκ]], [[πάρεξ]], [[συμπαραπλέω]], [[ἐφεξῆς]], [[ἐπεξῆς]], [[παρά]], [[συγκάθημαι]], [[συγκάτημαι]], [[συμπαρακαθέζομαι]], [[προσυνοικέω]], [[προσξυνοικέω]], [[συμπαρεδρεύω]], [[ἴκταρ]], [[ὁμοῦ]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:20, 18 October 2019
Russian > Greek
συμπαραθέω, ἀγχοῦ, ἑξῆς, ἑξείης, ἀγχόθι, ἀγχίθυρος, ὁμοστιχάω, σύγκειμαι, συγκατάκειμαι, παρέκ, πάρεξ, συμπαραπλέω, ἐφεξῆς, ἐπεξῆς, παρά, συγκάθημαι, συγκάτημαι, συμπαρακαθέζομαι, προσυνοικέω, προσξυνοικέω, συμπαρεδρεύω, ἴκταρ, ὁμοῦ