менять: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[μεταφέρω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[μεθίστημι]], [[μετίστημι]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[ἀλλοιόω]], [[διαμείβω]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἀλλάττω]], [[τρέπω]], [[ἀντιμεταλαμβάνω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[μετακινέω]], [[μεταμπέχομαι]], [[μεταμπίσχομαι]], [[μετεκδύομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[παρατρέπω]], [[μετατίθημι]], [[μεταβάλλω]] | |rueltext=[[μεταφέρω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[μεθίστημι]], [[μετίστημι]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[ἀλλοιόω]], [[διαμείβω]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἀλλάττω]], [[τρέπω]], [[ἀντιμεταλαμβάνω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[μετακινέω]], [[μεταμπέχομαι]], [[μεταμπίσχομαι]], [[μετεκδύομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[παρατρέπω]], [[μετατίθημι]], [[μεταβάλλω]], [[ἐξαλλάσσω]], [[ἐξαλλάττω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 27 March 2024
Russian > Greek
μεταφέρω, διαλλάσσω, διαλλάττω, μεθίστημι, μετίστημι, μεταλλάσσω, μεταλλάττω, ἀνταλλάσσω, ἀνταλάττω, ἀλλοιόω, διαμείβω, ἐξαμείβω, ἀλλάσσω, ἀλλάττω, τρέπω, ἀντιμεταλαμβάνω, καταλλάσσω, καταλλάττω, ἀντικαταλλάσσομαι, ἀντικαταλλάττομαι, μετακινέω, μεταμπέχομαι, μεταμπίσχομαι, μετεκδύομαι, μεταλαμβάνω, παρατρέπω, μετατίθημι, μεταβάλλω, ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω