задержка: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιληψία]] | |rueltext=[[ἐπιληψία]], [[καταμονή]], [[ἐγκράτησις]], [[ἐπίσχεσις]], [[στηριγμός]], [[ἀντικατάσχεσις]], [[μελλώ]], [[μέλλημα]], [[ἐναπόλειψις]], [[ἐναπόληψις]], [[παγίς]], [[μέλλησις]], [[ἀναβολή]], [[ἀμβολή]], [[ἀμβολά]], [[ἀντικοπή]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἐποχή]], [[ἐπίστασις]], [[ἀνακωχή]], [[ἀνοκωχή]], [[ὑπέρθεσις]], [[ὑπερβολή]], [[διάκρουσις]], [[ἴσχον]], [[μονή]], [[ἀνακοπή]], [[ἀνάβλησις]], [[διατριβή]], [[χρόνος]], [[συνοχή]], [[κατάληψις]], [[κάθεξις]], [[ἀναχαίτισμα]], [[τρίβος]], [[ἐπιμονή]], [[σχέσις]], [[τριβή]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπιληψία, καταμονή, ἐγκράτησις, ἐπίσχεσις, στηριγμός, ἀντικατάσχεσις, μελλώ, μέλλημα, ἐναπόλειψις, ἐναπόληψις, παγίς, μέλλησις, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, ἀντικοπή, ἀντίκρουσις, ἐποχή, ἐπίστασις, ἀνακωχή, ἀνοκωχή, ὑπέρθεσις, ὑπερβολή, διάκρουσις, ἴσχον, μονή, ἀνακοπή, ἀνάβλησις, διατριβή, χρόνος, συνοχή, κατάληψις, κάθεξις, ἀναχαίτισμα, τρίβος, ἐπιμονή, σχέσις, τριβή