διάκρουσις
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
-εως, ἡ, putting off, ἐπὶ διακρούσει, to gain time, D.54.27; delay, evasion, Plu.Cor.19: pl., δ. καὶ ὑπερθέσεις Id.Cic.7; escape from, βασάνων Lib.Or.14.19.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 jur. dilación de un proceso judicial προκαλοῦνται ἐπὶ διακρούσει D.54.27, cf. Plu.Cor.19, Lib.Or.14.19, τὴν κρίσιν ... διακρούσεσι πολλαῖς ... ἐκβαλλόντων Plu.Cic.7.
2 separación, evitación, rechazo c. gen. obj. o ἐκ y gen. φυγὴ δὲ καὶ δ. ἀλλοτρίου Plu.Demetr.1, ἐκ φυλακῆς καὶ διακρούσεως τῶν ἀναιρετικῶν Plu.2.420e, διακρούσεις καὶ ἀποδράσεις ἐκ τῶν πραγμάτων Plu.2.449b
•alejamiento ἐπὶ διακρούσει μόνῃ τῇ ἐμῇ ταῦτα πράττεσθαι que esto se hace sólo para alejarme Hld.7.28.6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se soustraire à, d'échapper à (un danger).
Étymologie: διακρούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάκρουσις -εως, ἡ [διακρούω] uitstel. verwerping:. φυγὴν δὲ καὶ διάκρουσιν ἀλλοτρίου vermijding en verwerping van wat hun vreemd is Plut. Demetr. 1.3.
German (Pape)
ἡ,
1 Aufschub, Verzögerung, Dem. 54.27, 29.
2 Abwendung der Gefahr, Plut. Coriol. 19; – καὶ φυλακὴ τῶν ἁμαρτημάτων cohib.ira 12.
Russian (Dvoretsky)
διάκρουσις: εως ἡ
1 отталкивание, отбрасывание, отклонение (διακρούσεις καὶ φυγαὶ τῶν ὀλεθρίων Plut.);
2 задержка, отсрочка Dem.
Greek Monotonic
διάκρουσις: -εως, ἡ, αναβολή (κυρίως δίκης), σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
διάκρουσις: -εως, ἡ, ἀναβολή, ἰδίως δίκης, Δημ. 1265. 14· κινδύνου, Πλούτ. Κορ. 19.
Middle Liddell
διάκρουσις, εως [from διακρούω
a putting off, Dem.