διάκρουσις

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκρουσις Medium diacritics: διάκρουσις Low diacritics: διάκρουσις Capitals: ΔΙΑΚΡΟΥΣΙΣ
Transliteration A: diákrousis Transliteration B: diakrousis Transliteration C: diakrousis Beta Code: dia/krousis

English (LSJ)

-εως, ἡ, putting off, ἐπὶ διακρούσει, to gain time, D.54.27; delay, evasion, Plu.Cor.19: pl., δ. καὶ ὑπερθέσεις Id.Cic.7; escape from, βασάνων Lib.Or.14.19.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 jur. dilación de un proceso judicial προκαλοῦνται ἐπὶ διακρούσει D.54.27, cf. Plu.Cor.19, Lib.Or.14.19, τὴν κρίσιν ... διακρούσεσι πολλαῖς ... ἐκβαλλόντων Plu.Cic.7.
2 separación, evitación, rechazo c. gen. obj. o ἐκ y gen. φυγὴ δὲ καὶ δ. ἀλλοτρίου Plu.Demetr.1, ἐκ φυλακῆς καὶ διακρούσεως τῶν ἀναιρετικῶν Plu.2.420e, διακρούσεις καὶ ἀποδράσεις ἐκ τῶν πραγμάτων Plu.2.449b
alejamiento ἐπὶ διακρούσει μόνῃ τῇ ἐμῇ ταῦτα πράττεσθαι que esto se hace sólo para alejarme Hld.7.28.6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se soustraire à, d'échapper à (un danger).
Étymologie: διακρούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάκρουσις -εως, ἡ [διακρούω] uitstel. verwerping:. φυγὴν δὲ καὶ διάκρουσιν ἀλλοτρίου vermijding en verwerping van wat hun vreemd is Plut. Demetr. 1.3.

German (Pape)

ἡ,
1 Aufschub, Verzögerung, Dem. 54.27, 29.
2 Abwendung der Gefahr, Plut. Coriol. 19; – καὶ φυλακὴ τῶν ἁμαρτημάτων cohib.ira 12.

Russian (Dvoretsky)

διάκρουσις: εως ἡ
1 отталкивание, отбрасывание, отклонение (διακρούσεις καὶ φυγαὶ τῶν ὀλεθρίων Plut.);
2 задержка, отсрочка Dem.

Greek Monotonic

διάκρουσις: -εως, ἡ, αναβολή (κυρίως δίκης), σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

διάκρουσις: -εως, ἡ, ἀναβολή, ἰδίως δίκης, Δημ. 1265. 14· κινδύνου, Πλούτ. Κορ. 19.

Middle Liddell

διάκρουσις, εως [from διακρούω
a putting off, Dem.

English (Woodhouse)

prevarication, putting off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)