ὀδυρτός: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "werth" to "wert") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odyrtos | |Transliteration C=odyrtos | ||
|Beta Code=o)durto/s | |Beta Code=o)durto/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀδυρτόν, [[mourned for]], [[lamentable]], Plu.2.499f; φωνή ''Epigr.Gr.''1003.4: neut. [[ὀδυρτά]], as adverb, [[painfully]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1226. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] beklagenswert; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch [[λόγχη]] τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[lamentable]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύρομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀδυρτός:''' [[внушающий сожаление]], [[жалкий]] (οἰκτρὸς καὶ ὀ. Plut.). - см. тж. [[ὀδυρτά]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδυρτός''': -ή, -όν, ([[ὀδύρομαι]]) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, [[ὅπως]] τὰ προσπίπτοντα [[ἔξωθεν]] οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 ([[ἔνθα]] κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»). | |lstext='''ὀδυρτός''': -ή, -όν, ([[ὀδύρομαι]]) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, [[ὅπως]] τὰ προσπίπτοντα [[ἔξωθεν]] οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 ([[ἔνθα]] κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀδυρτός:''' -ή, -όν ([[ὀδύρομαι]]), [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]]· ουδ. πληθ. <i>ὀδυρτά</i>, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀδυρτός:''' -ή, -όν ([[ὀδύρομαι]]), [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]]· ουδ. πληθ. <i>ὀδυρτά</i>, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀδυρτός]], ή, όν [[ὀδύρομαι]]<br />mourned for, [[lamentable]]: neut. pl. ὀδυρτά, as adv., [[painfully]], Ar. | |mdlsjtxt=[[ὀδυρτός]], ή, όν [[ὀδύρομαι]]<br />mourned for, [[lamentable]]: neut. pl. ὀδυρτά, as adv., [[painfully]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:12, 11 March 2024
English (LSJ)
ὀδυρτόν, mourned for, lamentable, Plu.2.499f; φωνή Epigr.Gr.1003.4: neut. ὀδυρτά, as adverb, painfully, Ar.Ach.1226.
German (Pape)
[Seite 295] beklagenswert; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
lamentable.
Étymologie: ὀδύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀδυρτός: внушающий сожаление, жалкий (οἰκτρὸς καὶ ὀ. Plut.). - см. тж. ὀδυρτά.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδυρτός: -ή, -όν, (ὀδύρομαι) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, ὅπως τὰ προσπίπτοντα ἔξωθεν οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 (ἔνθα κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).
Greek Monolingual
ὀδυρτός, -ή, -όν (Α) οδύρομαι
1. αξιοθρήνητος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀδυρτά
με οδυρμό («λόγχη τις ἐμπέπηγε μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὀδυρτός: -ή, -όν (ὀδύρομαι), αξιολύπητος, αξιοθρήνητος· ουδ. πληθ. ὀδυρτά, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀδυρτός, ή, όν ὀδύρομαι
mourned for, lamentable: neut. pl. ὀδυρτά, as adv., painfully, Ar.