νεκάς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nekas
|Transliteration C=nekas
|Beta Code=neka/s
|Beta Code=neka/s
|Definition=άδος, ἡ, (νέκυς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">heap of slain</b>, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν <span class="bibl">Il.5.886</span>, cf. Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span>10. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> simply, = [[τάξις]], in pl., [[ranks]], <span class="bibl">Call. <span class="title">Fr.</span>231</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> in pl., the [[dead]], ἄναξ νεκάδων Ἀϊδωνεύς <span class="title">AP</span>15.40.43 (Cometas), cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>600.9</span>.</span>
|Definition=νεκάδος, ἡ, ([[νέκυς]])<br><span class="bld">A</span> [[heap of slain]], ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν Il.5.886, cf. Ps.-Luc.''Philopatr.''10.<br><span class="bld">II</span> simply, = [[τάξις]], in plural, [[νεκάδες]] = [[ranks]], Call. ''Fr.''231.<br><span class="bld">III</span> in plural, the [[dead]], [[ἄναξ]] νεκάδων [[Ἀϊδωνεύς]] ''AP''15.40.43 (Cometas), cf. ''EM''600.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] άδος, ἡ, ein, Hause von Leichen ([[νέκυς]], [[νεκρός]]), reihenweis daliegende Todte, Il. 5, 886 u. Sp., wie Luc. Philopatr. 10, Comet. ep. (XV, 40). – Nach Hesych. brauchte es Callim. frg. 231 = [[τάξις]], Hause, Schaar. – Die Kykliker sollen es nach E. M. 600, 9 für [[ψυχή]] gebraucht haben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] άδος, ἡ, ein, Hause von Leichen ([[νέκυς]], [[νεκρός]]), reihenweis daliegende Todte, Il. 5, 886 u. Sp., wie Luc. Philopatr. 10, Comet. ep. (XV, 40). – Nach Hesych. brauchte es Callim. frg. 231 = [[τάξις]], Hause, Schaar. – Die Kykliker sollen es nach E. M. 600, 9 für [[ψυχή]] gebraucht haben.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />monceau <i>ou</i> rangée de cadavres.<br />'''Étymologie:''' cf. [[νεκρός]], [[νέκυς]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεκάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ [[груда трупов]] Hom., Luc., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκάς''': -άδος, ἡ, ([[νέκυς]]) σωρὸς νεκρῶν, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν, «ἐν ταῖς χαλεπαῖς τάξεσι τῶν νεκρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 886, πρβλ. Ἀνθ. Π. 15. 40, 43, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 10. ΙΙ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 231, [[ἁπλῶς]] σωρὸς ἢ [[σειρά]], [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας τῶν πτωμάτων. ΙΙΙ. Λέγεται ὅτι οἱ κυκλικοὶ ποιηταὶ ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀντὶ τοῦ [[ψυχή]], «παρὰ μὲν τοῖς κυκλικοῖς αἱ ψυχαὶ νεκάδες λέγονται» Ἐτυμ. Μέγ. 600. 9.
|lstext='''νεκάς''': -άδος, ἡ, ([[νέκυς]]) σωρὸς νεκρῶν, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν, «ἐν ταῖς χαλεπαῖς τάξεσι τῶν νεκρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 886, πρβλ. Ἀνθ. Π. 15. 40, 43, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 10. ΙΙ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 231, [[ἁπλῶς]] σωρὸς ἢ [[σειρά]], [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας τῶν πτωμάτων. ΙΙΙ. Λέγεται ὅτι οἱ κυκλικοὶ ποιηταὶ ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀντὶ τοῦ [[ψυχή]], «παρὰ μὲν τοῖς κυκλικοῖς αἱ ψυχαὶ νεκάδες λέγονται» Ἐτυμ. Μέγ. 600. 9.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />monceau <i>ou</i> rangée de cadavres.<br />'''Étymologie:''' cf. [[νεκρός]], [[νέκυς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεκάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ νεκάδες</i><br />οι σκιές, οι ψυχές τών [[νεκρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] πτωμάτων τα οποία έχουν τοποθετηθεί [[κατά]] [[σειρά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> [[τάξη]], [[σωρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκες]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>νιφ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=[[νεκάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ νεκάδες</i><br />οι σκιές, οι ψυχές τών [[νεκρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] πτωμάτων τα οποία έχουν τοποθετηθεί [[κατά]] [[σειρά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> [[τάξη]], [[σωρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκες]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[νιφάς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεκάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[νέκυς]]), [[σωρός]] από σκοτωμένους, στοίβα από νεκρούς· <i>ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), στις χαλεπές τάξεις των [[νεκρών]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''νεκάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[νέκυς]]), [[σωρός]] από σκοτωμένους, στοίβα από νεκρούς· <i>ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), στις χαλεπές τάξεις των [[νεκρών]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεκάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ груда трупов Hom., Luc., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεκάς]], άδος, [[νέκυς]]<br />a [[heap]] of [[slain]], ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (epic dat. pl.) Il.
|mdlsjtxt=[[νεκάς]], άδος, [[νέκυς]]<br />a [[heap]] of [[slain]], ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (epic dat. pl.) Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκάς Medium diacritics: νεκάς Low diacritics: νεκάς Capitals: ΝΕΚΑΣ
Transliteration A: nekás Transliteration B: nekas Transliteration C: nekas Beta Code: neka/s

English (LSJ)

νεκάδος, ἡ, (νέκυς)
A heap of slain, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν Il.5.886, cf. Ps.-Luc.Philopatr.10.
II simply, = τάξις, in plural, νεκάδες = ranks, Call. Fr.231.
III in plural, the dead, ἄναξ νεκάδων Ἀϊδωνεύς AP15.40.43 (Cometas), cf. EM600.9.

German (Pape)

[Seite 237] άδος, ἡ, ein, Hause von Leichen (νέκυς, νεκρός), reihenweis daliegende Todte, Il. 5, 886 u. Sp., wie Luc. Philopatr. 10, Comet. ep. (XV, 40). – Nach Hesych. brauchte es Callim. frg. 231 = τάξις, Hause, Schaar. – Die Kykliker sollen es nach E. M. 600, 9 für ψυχή gebraucht haben.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
monceau ou rangée de cadavres.
Étymologie: cf. νεκρός, νέκυς.

Russian (Dvoretsky)

νεκάς: άδος (ᾰδ) ἡ груда трупов Hom., Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νεκάς: -άδος, ἡ, (νέκυς) σωρὸς νεκρῶν, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν, «ἐν ταῖς χαλεπαῖς τάξεσι τῶν νεκρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 886, πρβλ. Ἀνθ. Π. 15. 40, 43, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 10. ΙΙ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 231, ἁπλῶς σωρὸς ἢ σειρά, ἄνευ τῆς ἐννοίας τῶν πτωμάτων. ΙΙΙ. Λέγεται ὅτι οἱ κυκλικοὶ ποιηταὶ ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀντὶ τοῦ ψυχή, «παρὰ μὲν τοῖς κυκλικοῖς αἱ ψυχαὶ νεκάδες λέγονται» Ἐτυμ. Μέγ. 600. 9.

English (Autenrieth)

άδος (νέκῦς): heap of slain, Il. 5.886†.

Greek Monolingual

νεκάς, -άδος, ἡ (Α)
στον πληθ. αἱ νεκάδες
οι σκιές, οι ψυχές τών νεκρών
αρχ.
1. σωρός πτωμάτων τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατά σειρά
2. στον πληθ. τάξη, σωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκες + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. νιφάς)].

Greek Monotonic

νεκάς: -άδος, ἡ (νέκυς), σωρός από σκοτωμένους, στοίβα από νεκρούς· ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (Επικ. δοτ. πληθ.), στις χαλεπές τάξεις των νεκρών, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νεκάς, άδος, νέκυς
a heap of slain, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (epic dat. pl.) Il.