σκαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skalizo
|Transliteration C=skalizo
|Beta Code=skali/zw
|Beta Code=skali/zw
|Definition== <b class="b3">σκάλλω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hoe]], Att. ἀσκαλ-, <span class="bibl">Phryn.</a
|Definition== [[σκάλλω]], [[hoe]], Att. ἀσκαλ-, Phryn.</a
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλίζω Medium diacritics: σκαλίζω Low diacritics: σκαλίζω Capitals: ΣΚΑΛΙΖΩ
Transliteration A: skalízō Transliteration B: skalizō Transliteration C: skalizo Beta Code: skali/zw

English (LSJ)

= σκάλλω, hoe, Att. ἀσκαλ-, Phryn.</a

German (Pape)

[Seite 888] graben, behacken, att. ἀσκαλίζω, B. A. 24.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλίζω: ὡς τὸ σκάλλω, σκαλεύω, σκαλίζω, σκάπτω, Ἀττ. ἀσκαλ-, Α. Β. 24.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α
σκάβω
νεοελλ.
1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους
2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» — λέγεται για εκείνους που ανακινούν διάφορα ζητήματα τα οποία αποβαίνουν τελικά επιζήμια για τους ίδιους, παροιμ. φρ.)
3. ανακινώ τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά
4. σχηματίζω κοιλώματα ή παραστάσεις πάνω σε μεταλλική, μαρμάρινη ή ξύλινη επιφάνεια χαράζοντας την, χαράζω, σμιλεύω
5. μτφ. ερευνώ κάτι λεπτομερειακά, αναζητώ επίμονα κάτι («σκάλισα όλα τα χαρτιά μου μήπως τελικά βρω τον λογαριασμό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ.- του σκάλλω + ρηματ. κατάλ. -ίζω].