συγκατατάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatatasso
|Transliteration C=sygkatatasso
|Beta Code=sugkatata/ssw
|Beta Code=sugkatata/ssw
|Definition=Att. συγκατατάττω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[arrange]] or <b class="b2">draw up together</b>, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 6.3.32</span>: metaph., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτῶν φιλίαν <span class="bibl">Polyaen.5.2.22</span>; <b class="b2">take into account</b>, τὴν πρώτην ἡμέραν . . <span class="bibl">Ph.1.692</span>; <b class="b2">classify with</b>, <span class="bibl">Paul.Aeg. 2.11</span>:—Pass., <b class="b2">range oneself beside</b>, μετὰ Ἀθηναίων <span class="title">IG</span>22.237.12 (iv B.C.): metaph., <b class="b2">to be arranged harmoniously</b>, <span class="bibl">M.Ant.7.9</span>.</span>
|Definition=Att. [[συγκατατάττω]], [[arrange]] or [[draw up together]], τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 6.3.32: metaph., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτῶν φιλίαν Polyaen.5.2.22; [[take into account]], τὴν πρώτην ἡμέραν.. Ph.1.692; [[classify with]], Paul.Aeg. 2.11:—Pass., [[range oneself beside]], μετὰ Ἀθηναίων ''IG''22.237.12 (iv B.C.): metaph., to [[be arranged harmoniously]], M.Ant.7.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] att. -ττω, mit od. zugleich anordnen, Xen. Cyr. 6, 3, 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] att. -ττω, mit od. zugleich anordnen, Xen. Cyr. 6, 3, 32.
}}
{{bailly
|btext=disposer avec <i>ou</i> ensemble ; <i>Pass.</i> être disposé harmonieusement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατατάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατατάσσω:''' атт. [[συγκατατάττω]] совместно строить, размещать (τὴν χιλιοστὺν εἰς τὴν φάλαγγα Xen.): σ. τί τινι εἰς τὸ [[πρόβλημα]] Plut. включать что-л. вместе с чем-л. в рассмотрение вопроса.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατατάσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[κατατάσσω]] [[ὁμοῦ]], συγχρόνως, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· μεταφορ., σ. τινὰ εἰς τὴν [[ἑαυτοῦ]] φιλίαν Πολύαιν. 5, 2, 22. ― Παθ., κατατάσσομαι ἁρμονικῶς, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 9.
|lstext='''συγκατατάσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[κατατάσσω]] [[ὁμοῦ]], συγχρόνως, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· μεταφορ., σ. τινὰ εἰς τὴν [[ἑαυτοῦ]] φιλίαν Πολύαιν. 5, 2, 22. ― Παθ., κατατάσσομαι ἁρμονικῶς, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 9.
}}
{{bailly
|btext=disposer avec <i>ou</i> ensemble ; <i>Pass.</i> être disposé harmonieusement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατατάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα<br />τατάττω Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[μαζί]] με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν [[φάλαγγα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκαταλέγω]], [[συγκαταριθμώ]] («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συγκατατάσσομαι</i><br />κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).
|mltxt=ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα<br />τατάττω Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[μαζί]] με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν [[φάλαγγα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκαταλέγω]], [[συγκαταριθμώ]] («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συγκατατάσσομαι</i><br />κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῖ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατατάσσω]] ή [[διευθετώ]] από κοινού, [[συγκαταλέγω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συγκατατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατατάσσω]] ή [[διευθετώ]] από κοινού, [[συγκαταλέγω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατατάσσω:''' атт. [[συγκατατάττω]] совместно строить, размещать (τὴν χιλιοστὺν εἰς τὴν φάλαγγα Xen.): σ. τί τινι εἰς τὸ [[πρόβλημα]] Plut. включать что-л. вместе с чем-л. в рассмотрение вопроса.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[arrange]] or [[draw]] up [[together]], Xen.
|mdlsjtxt=Attic -ττω fut. ξω<br />to [[arrange]] or [[draw]] up [[together]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατάσσω Medium diacritics: συγκατατάσσω Low diacritics: συγκατατάσσω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: synkatatássō Transliteration B: synkatatassō Transliteration C: sygkatatasso Beta Code: sugkatata/ssw

English (LSJ)

Att. συγκατατάττω, arrange or draw up together, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα X.Cyr. 6.3.32: metaph., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτῶν φιλίαν Polyaen.5.2.22; take into account, τὴν πρώτην ἡμέραν.. Ph.1.692; classify with, Paul.Aeg. 2.11:—Pass., range oneself beside, μετὰ Ἀθηναίων IG22.237.12 (iv B.C.): metaph., to be arranged harmoniously, M.Ant.7.9.

German (Pape)

[Seite 966] att. -ττω, mit od. zugleich anordnen, Xen. Cyr. 6, 3, 32.

French (Bailly abrégé)

disposer avec ou ensemble ; Pass. être disposé harmonieusement.
Étymologie: σύν, κατατάσσω.

Russian (Dvoretsky)

συγκατατάσσω: атт. συγκατατάττω совместно строить, размещать (τὴν χιλιοστὺν εἰς τὴν φάλαγγα Xen.): σ. τί τινι εἰς τὸ πρόβλημα Plut. включать что-л. вместе с чем-л. в рассмотрение вопроса.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατάσσω: Ἀττικ. -ττω, κατατάσσω ὁμοῦ, συγχρόνως, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· μεταφορ., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτοῦ φιλίαν Πολύαιν. 5, 2, 22. ― Παθ., κατατάσσομαι ἁρμονικῶς, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 9.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα
τατάττω Α
1. κατατάσσω μαζί με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν φάλαγγα», Ξεν.)
2. μτφ. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», Φώτ.)
αρχ.
παθ. συγκατατάσσομαι
κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῖ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).

Greek Monotonic

συγκατατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατατάσσω ή διευθετώ από κοινού, συγκαταλέγω, σε Ξεν.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
to arrange or draw up together, Xen.