τορνευτής: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=torneftis
|Transliteration C=torneftis
|Beta Code=torneuth/s
|Beta Code=torneuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[turner]], IG12.374.355, <span class="bibl">Aristox. <span class="title">Harm.</span>p.33</span> M., <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>3950</span>,<span class="bibl">5480</span>, v.l. for [[τορευ-]] in <span class="bibl">M.Ant.5.1</span>; <b class="b3">τορνευταί· γλύπται</b>, Hsch.</span>
|Definition=τορνευτοῦ, ὁ, [[turner]], IG12.374.355, Aristox. ''Harm.''p.33 M., ''Sammelb.''3950,5480, [[varia lectio|v.l.]] for [[τορευτής]] in M.Ant.5.1; τορνευταί· γλύπται, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[tourneur]].<br />'''Étymologie:''' [[τορνεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τορνευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α.
|lstext='''τορνευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tourneur.<br />'''Étymologie:''' [[τορνεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορνεύω]]<br />[[τεχνίτης]] ειδικευμένος στην [[επεξεργασία]] μετάλλου ή ξύλου με τη [[χρησιμοποίηση]] τόρνου, [[τορναδόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημιουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γλύπτης]]».
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορνεύω]]<br />[[τεχνίτης]] ειδικευμένος στην [[επεξεργασία]] μετάλλου ή ξύλου με τη [[χρησιμοποίηση]] τόρνου, [[τορναδόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημιουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γλύπτης]]».
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνευτής Medium diacritics: τορνευτής Low diacritics: τορνευτής Capitals: ΤΟΡΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: torneutḗs Transliteration B: torneutēs Transliteration C: torneftis Beta Code: torneuth/s

English (LSJ)

τορνευτοῦ, ὁ, turner, IG12.374.355, Aristox. Harm.p.33 M., Sammelb.3950,5480, v.l. for τορευτής in M.Ant.5.1; τορνευταί· γλύπται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tourneur.
Étymologie: τορνεύω.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τορνεύω
τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος
μσν.
δημιουργός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης».