ὑπεραιωρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperaioreo
|Transliteration C=yperaioreo
|Beta Code=u(peraiwre/w
|Beta Code=u(peraiwre/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[suspend]] or <b class="b2">support above</b>, κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>1.53</span>:—Pass., <span class="bibl">Hdt.4.103</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">hold up, raise</b>, τὴν κεφαλήν <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.3</span>:—Pass., of the overlapping end of a dislocated bone, <b class="b3">ὑπεραιωρεῖσθαι τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης</b> <b class="b2">to be lifted</b> or <b class="b2">drawn over</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>70</span>; <b class="b3">ὑ. ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης</b> ib.<span class="bibl">71</span>, <span class="bibl"><span class="title">Fract.</span>14</span>, cf. <span class="bibl">41</span>: abs., <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>22</span>: Littré (following Apollon. Cit.) gives the Act. in same sense, <span class="title">Art.</span>73; and so in the Subst. ὑπεραιμ-αιώρησις, εως, ἡ<b class="b3">, αἱ ἐξ ὑ. [ἐμβολαί</b>] ib.25, <span class="title">Mochl.</span>15. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> in nautical language, <b class="b3">ὑπεραιωρηθῆναι</b> c. gen. loci, <b class="b2">lie off</b> a place, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου <span class="bibl">Hdt.6.116</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[suspend above]] or [[support above]], κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας Lib.''Or.''1.53:—Pass., [[Herodotus|Hdt.]]4.103.<br><span class="bld">2</span> [[hold up]], [[raise]], τὴν κεφαλήν Aret.''CD''1.3:—Pass., of the overlapping end of a dislocated bone, <b class="b3">ὑπεραιωρεῖσθαι τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης</b> to [[be lifted]] or [[be drawn over]], Hp.''Art.''70; <b class="b3">ὑ. ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης</b> ib.71, ''Fract.''14, cf. 41: abs., Id.''Art.''22: Littré (following Apollon. Cit.) gives the Act. in same sense, ''Art.''73; and so in the Subst. [[ὑπεραιώρησις]], εως, ἡ<b class="b3">, αἱ ἐξ ὑ. [ἐμβολαί]</b> ib.25, ''Mochl.''15.<br><span class="bld">3</span> in nautical language, [[ὑπεραιωρηθῆναι]] c. gen. loci, [[lie off]] a place, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου [[Herodotus|Hdt.]]6.116.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] darüber in die Höhe heben, aufhängen u. schweben lassen, u. pass. darüberhangen, hervorragen über Etwas, τινός, Her. 4, 103 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3. – In der Sprache der Seefahrer ist ὑπεραιωρηθῆναί τινος = auf die Höhe eines Ortes kommen, einem Orte gegenüber erscheinen, Her. 6, 116.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] darüber in die Höhe heben, aufhängen u. schweben lassen, u. pass. darüberhangen, hervorragen über Etwas, τινός, Her. 4, 103 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3. – In der Sprache der Seefahrer ist ὑπεραιωρηθῆναί τινος = auf die Höhe eines Ortes kommen, einem Orte gegenüber erscheinen, Her. 6, 116.
}}
{{bailly
|btext=[[ὑπεραιωρῶ]] :<br />élever <i>ou</i> tenir en suspens au-dessus;<br /><i>Pass.</i> <b>1</b> s'élever au-dessus de, gén. ; faire saillie <i>en parl. d'un os déboité</i>;<br /><b>2</b> <i>t. de mar.</i> parvenir à hauteur de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αἰωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεραιωρέω''': κρατῶ τι ὑψηλά, [[ὑπεράνω]], [[κρεμῶ]] τι [[ὑπεράνω]]· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι [[ὑπεράνω]], τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[ἀράζω]], ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) [[ἐγείρω]], κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ [[ὑπὲρ]] τῆς κοτύλης, ὑψοῦται [[ὑπεράνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. [[ὑπὲρ]] ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β.
|lstext='''ὑπεραιωρέω''': κρατῶ τι ὑψηλά, [[ὑπεράνω]], [[κρεμῶ]] τι [[ὑπεράνω]]· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι [[ὑπεράνω]], τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, μετὰ γεν. τόπου, [[ἀράζω]], ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) [[ἐγείρω]], κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ [[ὑπὲρ]] τῆς κοτύλης, ὑψοῦται [[ὑπεράνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. [[ὑπὲρ]] ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />élever <i>ou</i> tenir en suspens au-dessus;<br /><i>Pass.</i> <b>1</b> s’élever au-dessus de, gén. ; faire saillie <i>en parl. d’un os déboité</i>;<br /><b>2</b> <i>t. de mar.</i> parvenir à hauteur de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αἰωρέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπεραιωρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> высоко поднимать, подвешивать: ὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης Her. подниматься высоко над домом; ὑπεραιωρηθείς Luc. поднявшись на воздух; ἡ [[προνομαία]] ὑπεραιωρουμένη Luc. высоко поднятый хобот (слона);<br /><b class="num">2)</b> med. доплывать, прибывать (на кораблях): [[τῇσι]] νηυσὶ ὑπεραιωρηθῆναι Φαλήρου Her. доплыть на кораблях до Фалера.
|elrutext='''ὑπεραιωρέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[высоко поднимать]], [[подвешивать]]: ὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης Her. подниматься высоко над домом; ὑπεραιωρηθείς Luc. поднявшись на воздух; ἡ [[προνομαία]] ὑπεραιωρουμένη Luc. высоко поднятый хобот (слона);<br /><b class="num">2</b> med. [[доплывать]], [[прибывать]] (на кораблях): [[τῇσι]] νηυσὶ ὑπεραιωρηθῆναι Φαλήρου Her. доплыть на кораблях до Фалера.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 16 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραιωρέω Medium diacritics: ὑπεραιωρέω Low diacritics: υπεραιωρέω Capitals: ΥΠΕΡΑΙΩΡΕΩ
Transliteration A: hyperaiōréō Transliteration B: hyperaiōreō Transliteration C: yperaioreo Beta Code: u(peraiwre/w

English (LSJ)

A suspend above or support above, κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας Lib.Or.1.53:—Pass., Hdt.4.103.
2 hold up, raise, τὴν κεφαλήν Aret.CD1.3:—Pass., of the overlapping end of a dislocated bone, ὑπεραιωρεῖσθαι τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης to be lifted or be drawn over, Hp.Art.70; ὑ. ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης ib.71, Fract.14, cf. 41: abs., Id.Art.22: Littré (following Apollon. Cit.) gives the Act. in same sense, Art.73; and so in the Subst. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑ. [ἐμβολαί] ib.25, Mochl.15.
3 in nautical language, ὑπεραιωρηθῆναι c. gen. loci, lie off a place, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου Hdt.6.116.

German (Pape)

[Seite 1190] darüber in die Höhe heben, aufhängen u. schweben lassen, u. pass. darüberhangen, hervorragen über Etwas, τινός, Her. 4, 103 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3. – In der Sprache der Seefahrer ist ὑπεραιωρηθῆναί τινος = auf die Höhe eines Ortes kommen, einem Orte gegenüber erscheinen, Her. 6, 116.

French (Bailly abrégé)

ὑπεραιωρῶ :
élever ou tenir en suspens au-dessus;
Pass. 1 s'élever au-dessus de, gén. ; faire saillie en parl. d'un os déboité;
2 t. de mar. parvenir à hauteur de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, αἰωρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραιωρέω: κρατῶ τι ὑψηλά, ὑπεράνω, κρεμῶ τι ὑπεράνω· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι ὑπεράνω, ἐκτείνομαι ὑπεράνω, τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, μετὰ γεν. τόπου, ἀράζω, ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) ἐγείρω, κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης, ὑψοῦται ὑπεράνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. ὑπὲρ ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραιωρέω:
1 высоко поднимать, подвешивать: ὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης Her. подниматься высоко над домом; ὑπεραιωρηθείς Luc. поднявшись на воздух; ἡ προνομαία ὑπεραιωρουμένη Luc. высоко поднятый хобот (слона);
2 med. доплывать, прибывать (на кораблях): τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθῆναι Φαλήρου Her. доплыть на кораблях до Фалера.