δυσανάσχετος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysanaschetos
|Transliteration C=dysanaschetos
|Beta Code=dusana/sxetos
|Beta Code=dusana/sxetos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to bear, intolerable</b>, ὕβρεις <span class="bibl">Ph.2.92</span>; κήδη Phleg.<span class="title">Macr.</span>4, cf. Dsc. <span class="title">Eup.</span> 1.235, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.20</span>: poet. δῠσανα-άνσχετος <span class="bibl">A.R.2</span> <span class="bibl">272</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[bearing hardly]], in Adv. -τως, ἔχειν <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>218.9</span>, cf. <span class="bibl">Poll.3.130</span>.</span>
|Definition=δυσανάσχετον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to bear]], [[intolerable]], ὕβρεις Ph.2.92; κήδη Phleg.''Macr.''4, cf. Dsc. ''Eup.'' 1.235, Porph.''Abst.''3.20: ''poet.'' δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272.<br><span class="bld">II</span> Act., [[bearing hardly]], in Adv. [[δυσανασχέτως]], ἔχειν A.D.''Synt.''218.9, cf. Poll.3.130.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. [[δυσάνσχετος]] A.R.2.272<br /><b class="num">1</b> [[difícil de soportar]], [[difícilmente tolerable]] ὀδμή A.R.l.c., ὕβρεις Ph.2.92, κήδη Orác. en Phleg.37 (p.1188), cf. <i>IG</i> 9(2).1104.17 (I a.C.), Dsc.<i>Eup</i>.1.235, Porph.<i>Abst</i>.3.20.<br /><b class="num">2</b> adv. [[δυσανασχέτως]] = [[en forma difícilmente soportable]] προσφωνούμενοι διὰ τῆς ἀντωνυμίας δ. ἔχουσιν llevan mal ser llamados por el pronombre</i> en lugar de por su nombre propio, A.D.<i>Synt</i>.218.9, cf. Poll.3.130, Sch.Pi.<i>N</i>.7.62a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0675.png Seite 675]] schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυσανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0675.png Seite 675]] schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυσανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.
}}
{{ls
|lstext='''δυσανάσχετος''': -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[δυσάνσχετος]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[μετὰ]] δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Γʹ, 130.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀνέχω]].
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à supporter]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἀνέχω]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. δυσανσχ- A.R.2.272<br /><b class="num">1</b> [[difícil de soportar]], [[difícilmente tolerable]] ὀδμή A.R.l.c., ὕβρεις Ph.2.92, κήδη Orác. en Phleg.37 (p.1188), cf. <i>IG</i> 9(2).1104.17 (I a.C.), Dsc.<i>Eup</i>.1.235, Porph.<i>Abst</i>.3.20.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en forma difícilmente soportable]] προσφωνούμενοι διὰ τῆς ἀντωνυμίας δ. ἔχουσιν llevan mal ser llamados por el pronombre</i> en lugar de por su nombre propio, A.D.<i>Synt</i>.218.9, cf. Poll.3.130, Sch.Pi.<i>N</i>.7.62a.
|lstext='''δυσανάσχετος''': -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[δυσάνσχετος]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μετὰ δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γʹ, 130.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]ανάσχετος, ον <i>adj</i> <i>adj</i><br />[[hard]] to [[bear]].
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]ανάσχετος, ον <i>adj</i> <i>adj</i><br />[[hard]] to [[bear]].
}}
{{trml
|trtx====[[intolerable]]===
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: [[intolérable]]; Galician: intolerable; German: [[unerträglich]];  Greek: [[αβάσταγος]], [[αβάσταχτος]], [[ανταγιάντιστος]], [[ανυπόφερτος]], [[ανυπόφορος]], [[απάλευτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], [[δεν αντέχεται]], [[δεν τρώγεται]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσβάσταχτος]], [[δυσκολοβάσταχτος]], [[δυσκολοϋπόφερτος]]; Ancient Greek: [[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[βαρύτλατος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσύποιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]]; Icelandic: óþolandi; Latin: [[intolerabilis]], [[intolerandus]]; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: [[intolerável]]; Russian: [[невыносимый]], [[нестерпимый]], [[несносный]]; Spanish: [[intolerable]]; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσανάσχετος Medium diacritics: δυσανάσχετος Low diacritics: δυσανάσχετος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: dysanáschetos Transliteration B: dysanaschetos Transliteration C: dysanaschetos Beta Code: dusana/sxetos

English (LSJ)

δυσανάσχετον,
A hard to bear, intolerable, ὕβρεις Ph.2.92; κήδη Phleg.Macr.4, cf. Dsc. Eup. 1.235, Porph.Abst.3.20: poet. δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272.
II Act., bearing hardly, in Adv. δυσανασχέτως, ἔχειν A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): poét. δυσάνσχετος A.R.2.272
1 difícil de soportar, difícilmente tolerable ὀδμή A.R.l.c., ὕβρεις Ph.2.92, κήδη Orác. en Phleg.37 (p.1188), cf. IG 9(2).1104.17 (I a.C.), Dsc.Eup.1.235, Porph.Abst.3.20.
2 adv. δυσανασχέτως = en forma difícilmente soportable προσφωνούμενοι διὰ τῆς ἀντωνυμίας δ. ἔχουσιν llevan mal ser llamados por el pronombre en lugar de por su nombre propio, A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130, Sch.Pi.N.7.62a.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυσανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσανάσχετος: -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· ποιητικός τις τύπος δυσάνσχετος ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μετὰ δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γʹ, 130.

Greek Monolingual

δυσανάσχετος και δυσανάνσχετος, -ον (Α)
ο μη ανεκτός, ο ανυπόφορος.

Greek Monotonic

δυσανάσχετος: -ον, ανυπόφορος, αφόρητος.

Middle Liddell

δυσ-ανάσχετος, ον adj adj
hard to bear.

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎