δείλομαι: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deilomai | |Transliteration C=deilomai | ||
|Beta Code=dei/lomai | |Beta Code=dei/lomai | ||
|Definition=(A), (δείλη) < | |Definition=(A), ([[δείλη]])<br><span class="bld">A</span> [[verge towards afternoon]], <b class="b3">δείλετό τ' ἠέλιος</b> the sun [[was westering]], Od.7.289 (Aristarch. and others for [[δύσετο]]).<br /><br />(B), Delph. and Locr., = [[βούλομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=[[aproximarse al ocaso]], [[declinar]] δείλετό τ' ἠέλιος <i>Od</i>.7.289.<br />v. [[βούλομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf 3ᵉ sg.</i> δείλετο;<br />approcher du soir, pencher vers son déclin <i>en parl. du soleil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δείλη]]. | |btext=<i>impf 3ᵉ sg.</i> δείλετο;<br />approcher du soir, pencher vers son déclin <i>en parl. du soleil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δείλη]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δείλομαι [δείλη] naar het middaguur neigen. δείλετό τ’ ἠέλιος de zon neigde naar het middaguur Od. 7.289. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δείλομαι:''' [[склоняться к закату]] ([[δείλετο]] - [[varia lectio|v.l.]] [[δύσετο]] - [[ἠέλιος]] Hom.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δείλομαι''': ἀποθ. ([[δείλη]]) [[κλίνω]] πρὸς ἑσπέραν, δείλετό τ’ [[ἠέλιος]], ὁ [[ἥλιος]] ἔβαινε πρὸς τὴν δύσιν, Ὀδ. Η. 289· [[οὕτως]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν ἀντὶ δύσετο, ― [[ἐπειδὴ]] ἐκ τῶν συμφραζομένων γίνεται δῆλον ὅτι ὁ ἀπεῖχε τῆς δύσεως. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[verge]] [[towards]] setting; only ipf., [[δείλετο]] τ' [[ἠέλιος]], ‘[[was]] westering,’ Il. 7.289†. | |auten=[[verge]] [[towards]] setting; only ipf., [[δείλετο]] τ' [[ἠέλιος]], ‘[[was]] westering,’ Il. 7.289†. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δείλομαι]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δείλετο]] τ' [[ἠέλιος]]» — κι ο [[ήλιος]] έγερνε στη [[δύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δείλομαι]], του οποίου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από το [[δείλετο]] (απαντά στην [[Οδύσσεια]]), [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο του [[δείλη]] (για τον σχηματισμό | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[δείλομαι]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δείλετο]] τ' [[ἠέλιος]]» — κι ο [[ήλιος]] έγερνε στη [[δύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δείλομαι]], του οποίου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από το [[δείλετο]] (απαντά στην [[Οδύσσεια]]), [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο του [[δείλη]] (για τον σχηματισμό [[πρβλ]]. και <i>θέρμετο</i>-[[θερμός]]). Η [[άποψη]] του Αριστάρχου, για την ύπαρξη στο η, 289 του τ. [[δείλετο]] [[αντί]] του τ. <i>δύσετο</i>, δεν φαίνεται πολύ πειστική].<br /><b>(II)</b><br />[[δείλομαι]] (Α)<br />δωρ. τ. του [[βούλομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βούλομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δείλομαι:''' αποθ. ([[δείλη]]), [[πλησιάζω]] προς το [[απόγευμα]], δείλετό τ' [[ἠέλιος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''δείλομαι:''' αποθ. ([[δείλη]]), [[πλησιάζω]] προς το [[απόγευμα]], δείλετό τ' [[ἠέλιος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δείλη]]<br />Dep. to [[verge]] [[towards]] [[afternoon]], δείλετό τ' [[ἠέλιος]] Od. | |mdlsjtxt=[[δείλη]]<br />Dep. to [[verge]] [[towards]] [[afternoon]], δείλετό τ' [[ἠέλιος]] Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), (δείλη)
A verge towards afternoon, δείλετό τ' ἠέλιος the sun was westering, Od.7.289 (Aristarch. and others for δύσετο).
(B), Delph. and Locr., = βούλομαι.
Spanish (DGE)
aproximarse al ocaso, declinar δείλετό τ' ἠέλιος Od.7.289.
v. βούλομαι.
French (Bailly abrégé)
impf 3ᵉ sg. δείλετο;
approcher du soir, pencher vers son déclin en parl. du soleil.
Étymologie: δείλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείλομαι [δείλη] naar het middaguur neigen. δείλετό τ’ ἠέλιος de zon neigde naar het middaguur Od. 7.289.
Russian (Dvoretsky)
δείλομαι: склоняться к закату (δείλετο - v.l. δύσετο - ἠέλιος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
δείλομαι: ἀποθ. (δείλη) κλίνω πρὸς ἑσπέραν, δείλετό τ’ ἠέλιος, ὁ ἥλιος ἔβαινε πρὸς τὴν δύσιν, Ὀδ. Η. 289· οὕτως ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν ἀντὶ δύσετο, ― ἐπειδὴ ἐκ τῶν συμφραζομένων γίνεται δῆλον ὅτι ὁ ἀπεῖχε τῆς δύσεως.
English (Autenrieth)
verge towards setting; only ipf., δείλετο τ' ἠέλιος, ‘was westering,’ Il. 7.289†.
Greek Monolingual
(I)
δείλομαι (Α)
φρ. «δείλετο τ' ἠέλιος» — κι ο ήλιος έγερνε στη δύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δείλομαι, του οποίου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από το δείλετο (απαντά στην Οδύσσεια), είναι μετονοματικό παράγωγο του δείλη (για τον σχηματισμό πρβλ. και θέρμετο-θερμός). Η άποψη του Αριστάρχου, για την ύπαρξη στο η, 289 του τ. δείλετο αντί του τ. δύσετο, δεν φαίνεται πολύ πειστική].
(II)
δείλομαι (Α)
δωρ. τ. του βούλομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βούλομαι.
Greek Monotonic
δείλομαι: αποθ. (δείλη), πλησιάζω προς το απόγευμα, δείλετό τ' ἠέλιος, σε Ομήρ. Οδ.