δισσολογία: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dissologia | |Transliteration C=dissologia | ||
|Beta Code=dissologi/a | |Beta Code=dissologi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[dittology]], [[repetition of words]], Sch.Od.1.406. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διττ- Eust.105.15<br />[[repetición]], [[redundancia]] de ideas o palabras, Epiph.Const.<i>Haer</i>.8.8.4, Didym.<i>Gen</i>.117.25, Sch.Er.<i>Il</i>.1.474a, 5.516, Sch.<i>Od</i>.1.406, Sch.D.T.12.28, Eust.l.c. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δισσολογία''': ἡ, [[ἐπανάληψις]] λέξεων, Ἐπιφάν. 1, σ. 22. | |lstext='''δισσολογία''': ἡ, [[ἐπανάληψις]] λέξεων, Ἐπιφάν. 1, σ. 22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία)<br /><b>γραμμ.</b> η πλεοναστική [[επανάληψη]] λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η [[λύπη]], η [[θλίψη]], ο [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφισβήτηση]], [[ασάφεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]. | |mltxt=και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία)<br /><b>γραμμ.</b> η πλεοναστική [[επανάληψη]] λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η [[λύπη]], η [[θλίψη]], ο [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφισβήτηση]], [[ασάφεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, dittology, repetition of words, Sch.Od.1.406.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): διττ- Eust.105.15
repetición, redundancia de ideas o palabras, Epiph.Const.Haer.8.8.4, Didym.Gen.117.25, Sch.Er.Il.1.474a, 5.516, Sch.Od.1.406, Sch.D.T.12.28, Eust.l.c.
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, Wiederholung eines Wortes, Schol. Od. 1, 406. 12, 453.
Greek (Liddell-Scott)
δισσολογία: ἡ, ἐπανάληψις λέξεων, Ἐπιφάν. 1, σ. 22.
Greek Monolingual
και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία)
γραμμ. η πλεοναστική επανάληψη λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η λύπη, η θλίψη, ο πόνος»)
αρχ.
αμφισβήτηση, ασάφεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -λογία < λόγος.