δυσμαχέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysmacheo
|Transliteration C=dysmacheo
|Beta Code=dusmaxe/w
|Beta Code=dusmaxe/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fight in vain against]] or [[fight an unholy fight with]], θεοῖσι δυσμαχοῦντες <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>492</span>; <b class="b3">πρὸς τὴν βελτίονα [δύναμιν</b>] Plu.2.371a: abs., [[fight desperately]], ib.661c.</span>
|Definition=[[fight in vain against]] or [[fight an unholy fight with]], θεοῖσι δυσμαχοῦντες S.''Tr.''492; <b class="b3">πρὸς τὴν βελτίονα [δύναμιν]</b> Plu.2.371a: abs., [[fight desperately]], ib.661c.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δυσμᾰχέω) <b class="num">1</b> [[luchar en vano]] c. dat. θεοῖσι ref. a Eros, S.<i>Tr</i>.492, cf. Plu.2.1015a, c. πρός y ac. (τὴν φαύλην δύναμιν) πρὸς τὴν βελτίονα ἀεὶ δυσμαχοῦσαν Plu.2.371a, cf. 442b.<br /><b class="num">2</b> [[luchar sin cuartel]] abs. y fig. ποιότητες ὑπεναντιώσεις ἔχουσαι καὶ δυσμαχοῦσαι φθείρονται Plu.2.661c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] 1) unglücklich od. gottlos widerstreiten, θεοῖς Soph. Tr. 492. – 2) heftig gegenkämpfen; ἀνάγκῃ οὐχὶ [[δυσμαχητέον]] Soph. Ant. 1093; Plut. Sympos. 4, 1, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] 1) unglücklich od. gottlos widerstreiten, θεοῖς Soph. Tr. 492. – 2) heftig gegenkämpfen; ἀνάγκῃ οὐχὶ [[δυσμαχητέον]] Soph. Ant. 1093; Plut. Sympos. 4, 1, 2.
}}
{{bailly
|btext=[[δυσμαχῶ]] :<br />soutenir une lutte impie <i>ou</i> désespérée.<br />'''Étymologie:''' [[δύσμαχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμᾰχέω:''' [[бороться себе на погибель вести неравную или отчаянную борьбу]] (θεοῖσι Soph.; πρὸς τὸ [[βέλτιστον]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ματαίως [[ἐναντίον]] [[ἑνός]], ἢ [[μάχομαι]] ἀνίερον μάχην, [[πρός]] τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς [[πρός]] τινα, ἀνάγκῃ δ’ [[οὐχί]] δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. [[μάχομαι]] ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α.
|lstext='''δυσμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ματαίως [[ἐναντίον]] [[ἑνός]], ἢ [[μάχομαι]] ἀνίερον μάχην, [[πρός]] τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς [[πρός]] τινα, ἀνάγκῃ δ’ [[οὐχί]] δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. [[μάχομαι]] ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />soutenir une lutte impie <i>ou</i> désespérée.<br />'''Étymologie:''' [[δύσμαχος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(δυσμᾰχέω) <b class="num">1</b> [[luchar en vano]] c. dat. θεοῖσι ref. a Eros, S.<i>Tr</i>.492, cf. Plu.2.1015a, c. πρός y ac. (τὴν φαύλην δύναμιν) πρὸς τὴν βελτίονα ἀεὶ δυσμαχοῦσαν Plu.2.371a, cf. 442b.<br /><b class="num">2</b> [[luchar sin cuartel]] abs. y fig. ποιότητες ὑπεναντιώσεις ἔχουσαι καὶ δυσμαχοῦσαι φθείρονται Plu.2.661c.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντιπαλεύω]] [[μάταια]] ενάντια σε, [[διεξάγω]] ανίερο αγώνα με, <i>τινί</i>, σε Σοφ.· ομοίως το ρημ. επίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει να καταπολεμήσουμε πάση [[θυσία]], στον ίδ.
|lsmtext='''δυσμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντιπαλεύω]] [[μάταια]] ενάντια σε, [[διεξάγω]] ανίερο αγώνα με, <i>τινί</i>, σε Σοφ.· ομοίως το ρημ. επίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει να καταπολεμήσουμε πάση [[θυσία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμᾰχέω:''' бороться себе на погибель вести неравную или отчаянную борьбу (θεοῖσι Soph.; πρὸς τὸ [[βέλτιστον]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δυσμᾰχέω, fut. -ήσω<br />to [[fight]] in [[vain]] [[against]], or, to [[fight]] an [[unholy]] [[fight]] with, τινί Soph.
|mdlsjtxt=δυσμᾰχέω, fut. -ήσω<br />to [[fight]] in [[vain]] [[against]], or, to [[fight]] an [[unholy]] [[fight]] with, τινί Soph.
}}
}}

Latest revision as of 18:34, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμᾰχέω Medium diacritics: δυσμαχέω Low diacritics: δυσμαχέω Capitals: ΔΥΣΜΑΧΕΩ
Transliteration A: dysmachéō Transliteration B: dysmacheō Transliteration C: dysmacheo Beta Code: dusmaxe/w

English (LSJ)

fight in vain against or fight an unholy fight with, θεοῖσι δυσμαχοῦντες S.Tr.492; πρὸς τὴν βελτίονα [δύναμιν] Plu.2.371a: abs., fight desperately, ib.661c.

Spanish (DGE)

(δυσμᾰχέω) 1 luchar en vano c. dat. θεοῖσι ref. a Eros, S.Tr.492, cf. Plu.2.1015a, c. πρός y ac. (τὴν φαύλην δύναμιν) πρὸς τὴν βελτίονα ἀεὶ δυσμαχοῦσαν Plu.2.371a, cf. 442b.
2 luchar sin cuartel abs. y fig. ποιότητες ὑπεναντιώσεις ἔχουσαι καὶ δυσμαχοῦσαι φθείρονται Plu.2.661c.

German (Pape)

[Seite 683] 1) unglücklich od. gottlos widerstreiten, θεοῖς Soph. Tr. 492. – 2) heftig gegenkämpfen; ἀνάγκῃ οὐχὶ δυσμαχητέον Soph. Ant. 1093; Plut. Sympos. 4, 1, 2.

French (Bailly abrégé)

δυσμαχῶ :
soutenir une lutte impie ou désespérée.
Étymologie: δύσμαχος.

Russian (Dvoretsky)

δυσμᾰχέω: бороться себе на погибель вести неравную или отчаянную борьбу (θεοῖσι Soph.; πρὸς τὸ βέλτιστον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσμᾰχέω: μάχομαι ματαίως ἐναντίον ἑνός, ἢ μάχομαι ἀνίερον μάχην, πρός τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς πρός τινα, ἀνάγκῃ δ’ οὐχί δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. μάχομαι ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α.

Greek Monotonic

δυσμᾰχέω: μέλ. -ήσω, αντιπαλεύω μάταια ενάντια σε, διεξάγω ανίερο αγώνα με, τινί, σε Σοφ.· ομοίως το ρημ. επίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει να καταπολεμήσουμε πάση θυσία, στον ίδ.

Middle Liddell

δυσμᾰχέω, fut. -ήσω
to fight in vain against, or, to fight an unholy fight with, τινί Soph.