δυσδιάκριτος: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysdiakritos | |Transliteration C=dysdiakritos | ||
|Beta Code=dusdia/kritos | |Beta Code=dusdia/kritos | ||
|Definition= | |Definition=δυσδιάκριτον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to distinguish]], ''Str.13.4.12'', ''Clytus 1''; ἀξίαι ''Plu. 2.617'' d; δ. ἀπό… ''Corn.ND''31.<br><span class="bld">II</span> of litigants, [[whose case is hard to decide]], ''[[Diodorus Siculus|D.S.]]33.28a''.<br><span class="bld">III</span> [[hard to digest]], ''Xenocr.9''. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de distinguir]], [[indistinguible]] δ. ἐστι τὸ ... γένος Clytus 1, τὰ νότια μέρη ... δυσδιάκριτα εἶναι, παραπίπτοντα εἰς ἄλληλα Str.13.4.12, τὰ τοῦ θεοῦ ἴδια Corn.<i>ND</i> 31, ἡ δὲ ([[διάθεσις]]) μετὰ τοῦ πεπληρῶσθαι δ. ἐστιν Gal.7.332, cf. 8.386, πάντα ὅμοια καὶ δυσδιάκριτα Fauorin.<i>de Ex</i>.15.31, δυσδιάκριτον ποιεῖ τὴν βάσιν Aristid.Quint.51.21, τὸ πρᾶγμα Chrys.M.57.198, cf. Simp.<i>in de An</i>.14.12, τὸ δ' ὅμοιον ἐν τῷ ὁμοίῳ δ. Phlp.<i>in Mete</i>.74.23, c. ἀπό y gen. ὁ μὲν [[οὐσιώδης]] ... δ. ἀπὸ τῆς οὐσίας ἐστίν Simp.<i>in Ph</i>.638.26, c. dat. δ. ἐστι ταῖς ἀκοαῖς ἡ ἐξαλλαγὴ τοῦ μέλους Porph.<i>in Harm</i>.170.28, c. rég. de interr. indir. ὅθεν καὶ δυσδιάκριτόν ἐστι τῷ πίνοντι πότερον [[γάλα]] ἐστὶν ἢ οὔ Sch.Nic.<i>Al</i>.376b.<br /><b class="num">2</b> de litigantes [[cuyo caso es difícil de fallar]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]33.28b<br /><b class="num">•</b>[[difícil de juzgar o discernir]] προβλήματα ... ἐν οἷς δ. τοῦ πιθανωτέρου ἡ εὕρεσις Basil.M.31.401B.<br /><b class="num">3</b> medic. [[difícil de digerir]] ποτάμιοι (ἰχθύες) Xenocr.6.<br /><b class="num">II</b> adv. [[δυσδιακρίτως]] = [[con dificultad de interpretación]] glos. a [[δυσκρίτως]] Sch.A.<i>Pr</i>.662S. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu beurteilen, zu unterscheiden, Strab. u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à discerner]], [[à distinguer]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[διακρίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσδιάκρῐτος:''' [[трудно поддающийся определению]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσδιάκρῐτος''': -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E. | |lstext='''δυσδιάκρῐτος''': -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσδιάκριτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[μόλις]] διαφαίνεται, [[αμυδρός]], συγκεχυμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δικαστική [[υπόθεση]]) αυτή που δύσκολα επιλύεται<br /><b>2.</b> [[δύσπεπτος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δυσδιάκριτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[μόλις]] διαφαίνεται, [[αμυδρός]], συγκεχυμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δικαστική [[υπόθεση]]) αυτή που δύσκολα επιλύεται<br /><b>2.</b> [[δύσπεπτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
δυσδιάκριτον,
A hard to distinguish, Str.13.4.12, Clytus 1; ἀξίαι Plu. 2.617 d; δ. ἀπό… Corn.ND31.
II of litigants, whose case is hard to decide, D.S.33.28a.
III hard to digest, Xenocr.9.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de distinguir, indistinguible δ. ἐστι τὸ ... γένος Clytus 1, τὰ νότια μέρη ... δυσδιάκριτα εἶναι, παραπίπτοντα εἰς ἄλληλα Str.13.4.12, τὰ τοῦ θεοῦ ἴδια Corn.ND 31, ἡ δὲ (διάθεσις) μετὰ τοῦ πεπληρῶσθαι δ. ἐστιν Gal.7.332, cf. 8.386, πάντα ὅμοια καὶ δυσδιάκριτα Fauorin.de Ex.15.31, δυσδιάκριτον ποιεῖ τὴν βάσιν Aristid.Quint.51.21, τὸ πρᾶγμα Chrys.M.57.198, cf. Simp.in de An.14.12, τὸ δ' ὅμοιον ἐν τῷ ὁμοίῳ δ. Phlp.in Mete.74.23, c. ἀπό y gen. ὁ μὲν οὐσιώδης ... δ. ἀπὸ τῆς οὐσίας ἐστίν Simp.in Ph.638.26, c. dat. δ. ἐστι ταῖς ἀκοαῖς ἡ ἐξαλλαγὴ τοῦ μέλους Porph.in Harm.170.28, c. rég. de interr. indir. ὅθεν καὶ δυσδιάκριτόν ἐστι τῷ πίνοντι πότερον γάλα ἐστὶν ἢ οὔ Sch.Nic.Al.376b.
2 de litigantes cuyo caso es difícil de fallar D.S.33.28b
•difícil de juzgar o discernir προβλήματα ... ἐν οἷς δ. τοῦ πιθανωτέρου ἡ εὕρεσις Basil.M.31.401B.
3 medic. difícil de digerir ποτάμιοι (ἰχθύες) Xenocr.6.
II adv. δυσδιακρίτως = con dificultad de interpretación glos. a δυσκρίτως Sch.A.Pr.662S.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu beurteilen, zu unterscheiden, Strab. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à discerner, à distinguer.
Étymologie: δυσ-, διακρίνω.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιάκρῐτος: трудно поддающийся определению Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιάκρῐτος: -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσδιάκριτος, -ον)
αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)
νεοελλ.
αυτός που μόλις διαφαίνεται, αμυδρός, συγκεχυμένος
αρχ.
1. (για δικαστική υπόθεση) αυτή που δύσκολα επιλύεται
2. δύσπεπτος.