ἀπρόθεσμος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aprothesmos | |Transliteration C=aprothesmos | ||
|Beta Code=a)pro/qesmos | |Beta Code=a)pro/qesmos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπρόθεσμον, [[not fixed to any definite time]], opp. [[ἐμπρόθεσμος]], Sor.1.33. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no fijado en un tiempo definido]] χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22<br /><b class="num">•</b>[[no fijado de antemano]] θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.<i>Hom</i>.21.9.13. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόθεσμος''': -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν [[δεῖνα]] ἢ [[δεῖνα]] ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἐμπρόθεσμος]], «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) [[ἐμπρόθεσμος]] ὁ [[χρόνος]] τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων [[ἀπρόθεσμος]] [[πολλαχοῦ]]» Σωραν. 10, σ. 28. | |lstext='''ἀπρόθεσμος''': -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν [[δεῖνα]] ἢ [[δεῖνα]] ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἐμπρόθεσμος]], «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) [[ἐμπρόθεσμος]] ὁ [[χρόνος]] τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων [[ἀπρόθεσμος]] [[πολλαχοῦ]]» Σωραν. 10, σ. 28. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόθεσμος]], -ον)<br />αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί [[προθεσμία]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόθεσμος]], -ον)<br />αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί [[προθεσμία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπρόθεσμον, not fixed to any definite time, opp. ἐμπρόθεσμος, Sor.1.33.
Spanish (DGE)
-ον
no fijado en un tiempo definido χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22
•no fijado de antemano θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.Hom.21.9.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόθεσμος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν δεῖνα ἢ δεῖνα ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐμπρόθεσμος, «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) ἐμπρόθεσμος ὁ χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόθεσμος πολλαχοῦ» Σωραν. 10, σ. 28.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόθεσμος, -ον)
αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.