παράκολλος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakollos
|Transliteration C=parakollos
|Beta Code=para/kollos
|Beta Code=para/kollos
|Definition=<b class="b3">χαμεῦνα</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[low couch with only one end to it]], IG12.330.5 (<span class="bibl">Poll.10.36</span>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">on the same meridian</b>, Serapio in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).226, Vett. Val.215.8,360.18.</span>
|Definition=[[χαμεῦνα]],<br><span class="bld">A</span> [[low couch with only one end to it]], IG12.330.5 (Poll.10.36).<br><span class="bld">II</span> [[on the same meridian]], Serapio in ''Cat.Cod.Astr.''8(4).226, Vett. Val.215.8,360.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράκολλος''': [[χαμεύνη]], χαμηλὴ [[εὐνή]], [[κλίνη]] ἔχουσα μόνον τὸ ἓν [[μέρος]] ὑψηλόν, ἀνάκλιντρον, [[Πολυδ]]. Ι΄, 36· πρβλ. [[ἀμφίκολλος]].
|lstext='''παράκολλος''': [[χαμεύνη]], χαμηλὴ [[εὐνή]], [[κλίνη]] ἔχουσα μόνον τὸ ἓν [[μέρος]] ὑψηλόν, ἀνάκλιντρον, Πολυδ. Ι΄, 36· πρβλ. [[ἀμφίκολλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράκολλος]] χαμεῡνα» — [[είδος]] χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο [[άκρο]] της υπερυψωμένο, [[ανάκλιντρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>πρβλ.</b> [[αμφί]]-<i>κολλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράκολλος]] χαμεῡνα» — [[είδος]] χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο [[άκρο]] της υπερυψωμένο, [[ανάκλιντρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>πρβλ.</b> [[αμφί]]-<i>κολλος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκολλος Medium diacritics: παράκολλος Low diacritics: παράκολλος Capitals: ΠΑΡΑΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: parákollos Transliteration B: parakollos Transliteration C: parakollos Beta Code: para/kollos

English (LSJ)

χαμεῦνα,
A low couch with only one end to it, IG12.330.5 (Poll.10.36).
II on the same meridian, Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).226, Vett. Val.215.8,360.18.

German (Pape)

[Seite 484] χαμεύνη, an dessen einem Ende nur ein ἀνακλιντήριον befestigt war, auf dem der Kopf ruhte; hatte es ein solches an beiden Enden, so hieß es ἀμφίκολλος, Poll. 10, 36.

Greek (Liddell-Scott)

παράκολλος: χαμεύνη, χαμηλὴ εὐνή, κλίνη ἔχουσα μόνον τὸ ἓν μέρος ὑψηλόν, ἀνάκλιντρον, Πολυδ. Ι΄, 36· πρβλ. ἀμφίκολλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αστρολ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον άλλο
2. φρ. «παράκολλος χαμεῡνα» — είδος χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο άκρο της υπερυψωμένο, ανάκλιντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. αμφί-κολλος].