τροφεύς: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trofeys | |Transliteration C=trofeys | ||
|Beta Code=trofeu/s | |Beta Code=trofeu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, < | |Definition=-έως, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who brings up]], [[foster-father]], S.''Ph.''344, E.''El.''16, ''Ph.''45, Theophil. 1; [[tutor]], βασιλέως ''OGI''148.2 (Cyprus, ii B. C.), 256.1 (Delos, ii B. C.), cf. ''Sammelb.''1568.1 (ii B. C.), Gal.14.664, M.Ant.5.31; of a woman, [[nurse]], A.''Ch.''760 ([[στροφεύς]] codd.).<br><span class="bld">2</span> in [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''863, Ajax addresses the plains and fountains of Troy, <b class="b3">χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί</b> [[ye who have fed]] me, or [[with whom]] I [[have lived]]; so τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Antipho4.1.2.<br><span class="bld">3</span> [[rearer]], [[breeder]], ἵππων [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''735b; <b class="b3">ἅρματος τ.</b> [[one who keeps]] a chariot, ib.834b; <b class="b3">πάσης κακίας</b> [[one who fosters]] all wickedness, Id.''R.''580a.<br><span class="bld">4</span> [[one who gives free meals to the people]], IGRom.3.89 (Amastris, i A. D.), 4.1680 (Pergam.).<br><span class="bld">5</span> [[personal attendant]], [[slave]], Aristid.''Or.''49(25).3,15, 20, 50(26).103. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> [[celui qui nourrit]], [[celui qui élève]], [[qui prend soin]];<br /><b>2</b> nourrisseur, éleveur (de chevaux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τροφεύς -έως, ὁ [τρέφω] verzorger; f. voedster; overdr.: πάσης κακίας τροφεύς verzorger van elke vorm van slechtheid Plat. Resp. 580a. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Ernährer]], [[Erzieher]]</i>; Aesch. <i>Ch</i>. 749; Soph. <i>Phil</i>. 344; Plat. <i>Polit</i>. 308e und [[öfter]]; Antipho 4 α 2; übertragen, πάσης κακίας πανδοκεῖ τε καὶ τροφεῖ, Plat. <i>Rep</i>. IX.580a; Pol. 31.20.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροφεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1</b> [[кормилец]], [[воспитатель]] Trag.;<br /><b class="num">2</b> [[держатель]]: τ. ἵππων Plat. разводящий лошадей; τ. ἅρματος Plat. владелец колесницы;<br /><b class="num">3</b> [[зачинщик]], [[виновник]] (πάσης κακίας Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροφεύς''': έως, ὁ, (τροφὴ) ὁ τρέφων ἢ ἀνατρέφων, θρεπτήρ, θετὸς [[πατήρ]], «ψυχοπατέρας», Ὀδυσσεὺς χὠ τροφεὺς τοὐμοῦ πατρός, ὁ ἀναθρέψας τὸν πατέρα μου, Σοφ. Φ. 344, Εὐρ. Ἠλ. 16, Φοίν. 45· ἐπὶ γυναικός, ἡ [[τροφός]], Αἰσχύλ. Χο. 760· πρβλ. [[τροφός]], [[κναφεύς]]. 2) παρὰ Σοφ. Αἴ. 863, ὁ Αἴ. προσφωνεῖ τὰς πεδιάδας καὶ τὰ ὄρη τῆς Τροίας: χαίρετ’ ὦ τροφῆς ἐμοί, σεῖς οἱ θρέψαντές με· ἤ, μεθ’ ὧν συνέζησα· οὕτω, τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Ἀντιφῶν 125. 24. 3) ὁ ἀνατρέπων, ἵππων Πλάτ. Νόμ. 735Β· ἅρματος τρ., ὁ διατηρῶν ἅρμα, [[αὐτόθι]] 834Β· πάσης κακίας, ὁ περιθάλπων πᾶσαν κακίαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 580Α. | |lstext='''τροφεύς''': έως, ὁ, (τροφὴ) ὁ τρέφων ἢ ἀνατρέφων, θρεπτήρ, θετὸς [[πατήρ]], «ψυχοπατέρας», Ὀδυσσεὺς χὠ τροφεὺς τοὐμοῦ πατρός, ὁ ἀναθρέψας τὸν πατέρα μου, Σοφ. Φ. 344, Εὐρ. Ἠλ. 16, Φοίν. 45· ἐπὶ γυναικός, ἡ [[τροφός]], Αἰσχύλ. Χο. 760· πρβλ. [[τροφός]], [[κναφεύς]]. 2) παρὰ Σοφ. Αἴ. 863, ὁ Αἴ. προσφωνεῖ τὰς πεδιάδας καὶ τὰ ὄρη τῆς Τροίας: χαίρετ’ ὦ τροφῆς ἐμοί, σεῖς οἱ θρέψαντές με· ἤ, μεθ’ ὧν συνέζησα· οὕτω, τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Ἀντιφῶν 125. 24. 3) ὁ ἀνατρέπων, ἵππων Πλάτ. Νόμ. 735Β· ἅρματος τρ., ὁ διατηρῶν ἅρμα, [[αὐτόθι]] 834Β· πάσης κακίας, ὁ περιθάλπων πᾶσαν κακίαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 580Α. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 21: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τροφεύς:''' -έως, ὁ ([[τροφή]]), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, [[θετός]] [[πατέρας]], σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[τροφός]], σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]], εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας [[τροφεύς]], αυτός που περιθάλπει [[κάθε]] [[κακία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''τροφεύς:''' -έως, ὁ ([[τροφή]]), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, [[θετός]] [[πατέρας]], σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[τροφός]], σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]], εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας [[τροφεύς]], αυτός που περιθάλπει [[κάθε]] [[κακία]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τροφεύς]], έως, ὁ, [[τροφή]]<br />one who rears or brings up, a [[foster]]-[[father]], Soph., Eur.; of a [[woman]], a [[nurse]], Aesch.:—metaph. of the plains and fountains of [[Troy]], χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]] ye who reared me, Soph.; πάσης κακίας τρ. one who fosters all [[wickedness]], Plat. | |mdlsjtxt=[[τροφεύς]], έως, ὁ, [[τροφή]]<br />one who rears or brings up, a [[foster]]-[[father]], Soph., Eur.; of a [[woman]], a [[nurse]], Aesch.:—metaph. of the plains and fountains of [[Troy]], χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]] ye who reared me, Soph.; πάσης κακίας τρ. one who fosters all [[wickedness]], Plat. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[sustentador]], [[que cría]] o [[que alimenta]] de Sarapis, como divinidad suprema ὕμνησά σου τὸ αὐθεντικὸν ὄνομα καὶ ἅγιον, κύριε, ... μυριώτατε, μέγιστε, τροφεῦ <b class="b3">he alabado con himnos tu nombre auténtico y sagrado, señor, inconmensurable, el más grande, sustentador</b> P XIII 639 πάντα νικᾷ ὁ τροφεὺς τῆς ὅλης οἰκουμένης, κύριος Σάραπις <b class="b3">todo lo vence el que sustenta toda la tierra habitada, el señor Sarapis</b> SM 7 9 de Jesucristo Ἰησοῦς Χριστός, ... παντοκράτωρ, ἀμύθητος κτίστα, τροφεῦ <b class="b3">Jesucristo, todopoderoso, creador inefable, sustentador</b> C 21 44 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:22, 23 March 2024
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A one who brings up, foster-father, S.Ph.344, E.El.16, Ph.45, Theophil. 1; tutor, βασιλέως OGI148.2 (Cyprus, ii B. C.), 256.1 (Delos, ii B. C.), cf. Sammelb.1568.1 (ii B. C.), Gal.14.664, M.Ant.5.31; of a woman, nurse, A.Ch.760 (στροφεύς codd.).
2 in S.Aj.863, Ajax addresses the plains and fountains of Troy, χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί ye who have fed me, or with whom I have lived; so τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Antipho4.1.2.
3 rearer, breeder, ἵππων Pl.Lg.735b; ἅρματος τ. one who keeps a chariot, ib.834b; πάσης κακίας one who fosters all wickedness, Id.R.580a.
4 one who gives free meals to the people, IGRom.3.89 (Amastris, i A. D.), 4.1680 (Pergam.).
5 personal attendant, slave, Aristid.Or.49(25).3,15, 20, 50(26).103.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 celui qui nourrit, celui qui élève, qui prend soin;
2 nourrisseur, éleveur (de chevaux, etc.).
Étymologie: τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροφεύς -έως, ὁ [τρέφω] verzorger; f. voedster; overdr.: πάσης κακίας τροφεύς verzorger van elke vorm van slechtheid Plat. Resp. 580a.
German (Pape)
ὁ, Ernährer, Erzieher; Aesch. Ch. 749; Soph. Phil. 344; Plat. Polit. 308e und öfter; Antipho 4 α 2; übertragen, πάσης κακίας πανδοκεῖ τε καὶ τροφεῖ, Plat. Rep. IX.580a; Pol. 31.20.3.
Russian (Dvoretsky)
τροφεύς: έως ὁ
1 кормилец, воспитатель Trag.;
2 держатель: τ. ἵππων Plat. разводящий лошадей; τ. ἅρματος Plat. владелец колесницы;
3 зачинщик, виновник (πάσης κακίας Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
τροφεύς: έως, ὁ, (τροφὴ) ὁ τρέφων ἢ ἀνατρέφων, θρεπτήρ, θετὸς πατήρ, «ψυχοπατέρας», Ὀδυσσεὺς χὠ τροφεὺς τοὐμοῦ πατρός, ὁ ἀναθρέψας τὸν πατέρα μου, Σοφ. Φ. 344, Εὐρ. Ἠλ. 16, Φοίν. 45· ἐπὶ γυναικός, ἡ τροφός, Αἰσχύλ. Χο. 760· πρβλ. τροφός, κναφεύς. 2) παρὰ Σοφ. Αἴ. 863, ὁ Αἴ. προσφωνεῖ τὰς πεδιάδας καὶ τὰ ὄρη τῆς Τροίας: χαίρετ’ ὦ τροφῆς ἐμοί, σεῖς οἱ θρέψαντές με· ἤ, μεθ’ ὧν συνέζησα· οὕτω, τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Ἀντιφῶν 125. 24. 3) ὁ ἀνατρέπων, ἵππων Πλάτ. Νόμ. 735Β· ἅρματος τρ., ὁ διατηρῶν ἅρμα, αὐτόθι 834Β· πάσης κακίας, ὁ περιθάλπων πᾶσαν κακίαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 580Α.
Spanish
sustentador, que cría, que alimenta
Greek Monotonic
τροφεύς: -έως, ὁ (τροφή), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, θετός πατέρας, σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για γυναίκα, τροφός, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί, εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας τροφεύς, αυτός που περιθάλπει κάθε κακία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τροφεύς, έως, ὁ, τροφή
one who rears or brings up, a foster-father, Soph., Eur.; of a woman, a nurse, Aesch.:—metaph. of the plains and fountains of Troy, χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί ye who reared me, Soph.; πάσης κακίας τρ. one who fosters all wickedness, Plat.
Léxico de magia
ὁ sustentador, que cría o que alimenta de Sarapis, como divinidad suprema ὕμνησά σου τὸ αὐθεντικὸν ὄνομα καὶ ἅγιον, κύριε, ... μυριώτατε, μέγιστε, τροφεῦ he alabado con himnos tu nombre auténtico y sagrado, señor, inconmensurable, el más grande, sustentador P XIII 639 πάντα νικᾷ ὁ τροφεὺς τῆς ὅλης οἰκουμένης, κύριος Σάραπις todo lo vence el que sustenta toda la tierra habitada, el señor Sarapis SM 7 9 de Jesucristo Ἰησοῦς Χριστός, ... παντοκράτωρ, ἀμύθητος κτίστα, τροφεῦ Jesucristo, todopoderoso, creador inefable, sustentador C 21 44