καρδιαλγής: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kardialgis
|Transliteration C=kardialgis
|Beta Code=kardialgh/s
|Beta Code=kardialgh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[suffering from heartburn]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Acut.</span>30</span>, Gal.6.604.</span>
|Definition=καρδιαλγές, [[suffering from heartburn]], Id.''Acut.''30, Gal.6.604.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[καρδιαλγής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόνους στην [[καρδιά]], που πάσχει από [[καρδιαλγία]], ο [[καρδιακός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περίλυπος]], βαθύτατα [[λυπημένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πόνους στο [[στομάχι]], ο [[στομαχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γονυ</i>-<i>αλγής οσφυ</i>-<i>αλγής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[καρδιαλγής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόνους στην [[καρδιά]], που πάσχει από [[καρδιαλγία]], ο [[καρδιακός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περίλυπος]], βαθύτατα [[λυπημένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πόνους στο [[στομάχι]], ο [[στομαχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. <i>γονυ</i>-<i>αλγής οσφυ</i>-<i>αλγής</i>].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.
|elnltext=καρδιαλγής -ές &#91;[[καρδία]], [[ἄλγος]]] [[lijdend aan brandend maagzuur]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐαλγής Medium diacritics: καρδιαλγής Low diacritics: καρδιαλγής Capitals: ΚΑΡΔΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: kardialgḗs Transliteration B: kardialgēs Transliteration C: kardialgis Beta Code: kardialgh/s

English (LSJ)

καρδιαλγές, suffering from heartburn, Id.Acut.30, Gal.6.604.

German (Pape)

[Seite 1326] ές, an Magenschmerzen leidend, Medic.

Greek Monolingual

-ές (Α καρδιαλγής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός
2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος
αρχ.
αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ-αλγής οσφυ-αλγής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.