σεληναῖος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=selinaios
|Transliteration C=selinaios
|Beta Code=selhnai=os
|Beta Code=selhnai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lighted by the moon]], <b class="b3">σ. νύξ</b> a [[moonlight]] night, Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.1.62</span>; <b class="b2">of the moon</b>, <b class="b3">αἴγλη</b> <span class="bibl">A.R.4.167</span>; <b class="b3">τοῦ σεληναίου [κύκλου</b>] <span class="bibl">D.L.1.24</span> (v. Diels <span class="title">Vorsokr.</span> i <span class="bibl">p.1</span>).</span>
|Definition=α, ον, [[lighted by the moon]], <b class="b3">σ. νύξ</b> a [[moonlight]] night, Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]1.62; [[of the moon]], [[αἴγλη]] A.R.4.167; <b class="b3">τοῦ σεληναίου [κύκλου]</b> D.L.1.24 (v. Diels ''Vorsokr.'' i p.1).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0870.png Seite 870]] 1) mondhell, νύξ, Orak. bei Her. 1, 62. – 2) mondförmig, bes. halbmondförmig, D. L. 1, 24. – 3) übh. zum Monde gehörig; [[δαίμων]], Luc. Icarom. 13; – σ. [[πάθος]], = [[σεληνιασμός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0870.png Seite 870]] 1) mondhell, νύξ, Orak. bei Her. 1, 62. – 2) mondförmig, bes. halbmondförmig, D. L. 1, 24. – 3) übh. zum Monde gehörig; [[δαίμων]], Luc. Icarom. 13; – σ. [[πάθος]], = [[σεληνιασμός]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σεληναῖος''': -α, -ον, ὁ ὑπὸ τῆς σελήνης φωτιζόμενος, σεληνόφωτος, σ. νύξ, ἔχουσα τὴν σελήνην φωτίζουσαν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σελήνην, [[αἴγλη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 167· ακτίς, αὐγὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 27, κτ.· τοῦ σεληναίου [μεγέθους] Διογ. Λ. 1. 24. 2) ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τῆς σελήνης ἢ τῆς ἡμισελήνου, ἴδε σελίνιος· τὸ σεληναῖον, [[πέταλον]] ἵππου, Λέων Τακτ. 5. 4. 3) σ. [[πάθος]], = [[σεληνιασμός]], Ἐκκλ.
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui concerne la lune]];<br /><b>2</b> [[éclairé par la lune]].<br />'''Étymologie:''' [[σελήνη]].
}}
{{elnl
|elnltext=σεληναῖος -α -ον [σελήνη] van de maan:. σεληναίης διὰ νυκτός in een maanverlichte nacht Hdt. 1.62.4.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui concerne la lune;<br /><b>2</b> éclairé par la lune.<br />'''Étymologie:''' [[σελήνη]].
|elrutext='''σεληναῖος:''' [[лунный]] ([[νύξ]] Her.; [[αὐγή]] Anth.; [[δαίμων]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / σεληναῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, -αία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σελήνη]], [[σεληνιακός]] («[[αἴγλη]] [[σεληναία]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] της σελήνης ή της ημισελήνου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σεληναίο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[πέταλο]] του αλόγου<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Σεληναίος</i>, <i>η Σεληναία</i><br />[[φανταστικός]] [[κάτοικος]] της σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σεληναίο(ν) [[πάθος]]» — ο [[σεληνιασμός]], η [[επιληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φωτίζεται από την [[σελήνη]], ο φεγγαρόλουστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αῖος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / σεληναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῖος, -αία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σελήνη]], [[σεληνιακός]] («[[αἴγλη]] [[σεληναία]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] της σελήνης ή της ημισελήνου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σεληναίο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[πέταλο]] του αλόγου<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Σεληναίος</i>, <i>η Σεληναία</i><br />[[φανταστικός]] [[κάτοικος]] της σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σεληναίο(ν) [[πάθος]]» — ο [[σεληνιασμός]], η [[επιληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φωτίζεται από την [[σελήνη]], ο φεγγαρόλουστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[πηγαῖος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σεληναῖος:''' -α, -ον, αυτός που φωτίζεται από το [[φεγγάρι]]· [[σεληναία]] [[νύξ]], [[νύχτα]] φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ανθ.
|lsmtext='''σεληναῖος:''' -α, -ον, αυτός που φωτίζεται από το [[φεγγάρι]]· [[σεληναία]] [[νύξ]], [[νύχτα]] φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σεληναῖος:''' лунный ([[νύξ]] Her.; [[αὐγή]] Anth.; [[δαίμων]] Luc.).
|lstext='''σεληναῖος''': -α, -ον, ὁ ὑπὸ τῆς σελήνης φωτιζόμενος, σεληνόφωτος, σ. νύξ, ἔχουσα τὴν σελήνην φωτίζουσαν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σελήνην, [[αἴγλη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 167· ακτίς, αὐγὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 27, κτ.· τοῦ σεληναίου [μεγέθους] Διογ. Λ. 1. 24. 2) ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τῆς σελήνης ἢ τῆς ἡμισελήνου, ἴδε σελίνιος· τὸ σεληναῖον, [[πέταλον]] ἵππου, Λέων Τακτ. 5. 4. 3) σ. [[πάθος]], = [[σεληνιασμός]], Ἐκκλ.
}}
{{elnl
|elnltext=σεληναῖος -α -ον [σελήνη] van de maan:. σεληναίης διὰ νυκτός in een maanverlichte nacht Hdt. 1.62.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σεληναῖος]], η, ον<br />lighted by the [[moon]], ς. νύξ a [[moonlight]] [[night]], Orac. ap. Hdt., Anth. [from [[σελήνη]]
|mdlsjtxt=[[σεληναῖος]], η, ον<br />lighted by the [[moon]], ς. νύξ a [[moonlight]] [[night]], Orac. ap. Hdt., Anth. [from [[σελήνη]]
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληναῖος Medium diacritics: σεληναῖος Low diacritics: σεληναίος Capitals: ΣΕΛΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: selēnaîos Transliteration B: selēnaios Transliteration C: selinaios Beta Code: selhnai=os

English (LSJ)

α, ον, lighted by the moon, σ. νύξ a moonlight night, Orac. ap. Hdt.1.62; of the moon, αἴγλη A.R.4.167; τοῦ σεληναίου [κύκλου] D.L.1.24 (v. Diels Vorsokr. i p.1).

German (Pape)

[Seite 870] 1) mondhell, νύξ, Orak. bei Her. 1, 62. – 2) mondförmig, bes. halbmondförmig, D. L. 1, 24. – 3) übh. zum Monde gehörig; δαίμων, Luc. Icarom. 13; – σ. πάθος, = σεληνιασμός.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui concerne la lune;
2 éclairé par la lune.
Étymologie: σελήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεληναῖος -α -ον [σελήνη] van de maan:. σεληναίης διὰ νυκτός in een maanverlichte nacht Hdt. 1.62.4.

Russian (Dvoretsky)

σεληναῖος: лунный (νύξ Her.; αὐγή Anth.; δαίμων Luc.).

Greek Monolingual

-α, -ο / σεληναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῖος, -αία, -ον, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακόςαἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.)
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης ή της ημισελήνου
2. το ουδ. ως ουσ. το σεληναίο(ν)
το πέταλο του αλόγου
νεοελλ.-αρχ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σεληναίος, η Σεληναία
φανταστικός κάτοικος της σελήνης
2. φρ. «σεληναίο(ν) πάθος» — ο σεληνιασμός, η επιληψία
αρχ.
αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, ο φεγγαρόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].

Greek Monotonic

σεληναῖος: -α, -ον, αυτός που φωτίζεται από το φεγγάρι· σεληναία νύξ, νύχτα φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σεληναῖος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ τῆς σελήνης φωτιζόμενος, σεληνόφωτος, σ. νύξ, ἔχουσα τὴν σελήνην φωτίζουσαν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σελήνην, αἴγλη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 167· ακτίς, αὐγὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 27, κτ.· τοῦ σεληναίου [μεγέθους] Διογ. Λ. 1. 24. 2) ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς σελήνης ἢ τῆς ἡμισελήνου, ἴδε σελίνιος· τὸ σεληναῖον, πέταλον ἵππου, Λέων Τακτ. 5. 4. 3) σ. πάθος, = σεληνιασμός, Ἐκκλ.

Middle Liddell

σεληναῖος, η, ον
lighted by the moon, ς. νύξ a moonlight night, Orac. ap. Hdt., Anth. [from σελήνη