σκατοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skatofagos
|Transliteration C=skatofagos
|Beta Code=skato/fagos
|Beta Code=skato/fagos
|Definition=(parox.), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[eating dung]] or [[dirt]], <span class="bibl">Epich.63</span>, <span class="bibl">Crobyl.7</span>, <span class="bibl">Men.825</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sam.</span>205</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pk.</span>204</span>; as epith. of Asclepios, with allusion (cf. Sch.) to a foul practice of Hippocrates, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>706</span>, cf. Arg.Metr.<span class="title">Eq.</span></span>
|Definition=(parox.), ον, [[eating dung]] or [[dirt]], Epich.63, Crobyl.7, Men.825, ''Sam.''205, ''Pk.''204; as [[epithet]] of Asclepios, with allusion (cf. Sch.) to a foul practice of Hippocrates, Ar.''Pl.''706, cf. Arg.Metr.''Eq.''
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] Koth fressend; Ar. Plut. 706; Epicharm. bei Ath. VII, 321 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] Koth fressend; Ar. Plut. 706; Epicharm. bei Ath. VII, 321 d.
}}
{{ls
|lstext='''σκᾰτοφάγος''': -ον, ([[φαγεῖν]]) ὁ ἐσθίων κόπρον ἢ ἀκαθαρσίας, Έπίχ. 34 Ahr., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 237· ἐπίθετον τοῦ Ἀσκληπιοῦ μετ’ ἀναφορᾶς (καθ’ ἅ λέγει εἷς τῶν Σχολιαστ.) πρὸς ἀκάθαρτόν τινα ἕξιν τοῦ Ἱπποκράτους, Ἀριστοφ. Πλ. 706, πρβλ. Ὑπόθ. μετρ. τῶν τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππέων.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange des excréments ; <i>p. ext.</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[σκατός]], gén. de [[σκώρ]] et [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange des excréments ; <i>p. ext.</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[σκατός]], gén. de [[σκώρ]] et [[φαγεῖν]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκατοφάγος -ον, ὁ &#91;[[σκῶρ]], [[φαγεῖν]]] stront-eter, hufter.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰτοφάγος:''' (φᾰ) досл. поедающий экскременты, перен. неопрятный Arph., Men.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκᾰτοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκᾰτοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκᾰτοφάγος:''' (φᾰ) досл. поедающий экскременты, перен. неопрятный Arph., Men.
|lstext='''σκᾰτοφάγος''': -ον, ([[φαγεῖν]]) ὁ ἐσθίων κόπρον ἢ ἀκαθαρσίας, Έπίχ. 34 Ahr., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 237· ἐπίθετον τοῦ Ἀσκληπιοῦ μετ’ ἀναφορᾶς (καθ’ ἅ λέγει εἷς τῶν Σχολιαστ.) πρὸς ἀκάθαρτόν τινα ἕξιν τοῦ Ἱπποκράτους, Ἀριστοφ. Πλ. 706, πρβλ. Ὑπόθ. μετρ. τῶν τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππέων.
}}
{{elnl
|elnltext=σκατοφάγος -ον, ὁ [σκῶρ, φαγεῖν] stront-eter, hufter.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκᾰτο-[[φάγος]], ον, [[φαγεῖν]]<br />[[eating]] [[dirt]], Ar.
|mdlsjtxt=σκᾰτο-[[φάγος]], ον, [[φαγεῖν]]<br />[[eating]] [[dirt]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰτόφᾰγος Medium diacritics: σκατοφάγος Low diacritics: σκατοφάγος Capitals: ΣΚΑΤΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: skatophágos Transliteration B: skatophagos Transliteration C: skatofagos Beta Code: skato/fagos

English (LSJ)

(parox.), ον, eating dung or dirt, Epich.63, Crobyl.7, Men.825, Sam.205, Pk.204; as epithet of Asclepios, with allusion (cf. Sch.) to a foul practice of Hippocrates, Ar.Pl.706, cf. Arg.Metr.Eq.

German (Pape)

[Seite 890] Koth fressend; Ar. Plut. 706; Epicharm. bei Ath. VII, 321 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange des excréments ; p. ext. avare.
Étymologie: σκατός, gén. de σκώρ et φαγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκατοφάγος -ον, ὁ [σκῶρ, φαγεῖν] stront-eter, hufter.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰτοφάγος: (φᾰ) досл. поедающий экскременты, перен. неопрятный Arph., Men.

Greek Monolingual

-α, -ο / σκατοφάγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρώει κόπρανα ή ακαθαρσίες, κοπροφάγος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. σκατοφάγος
ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων
β) γένος δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο χρώμα, της οικογένειας σκατοφαγίδες, που αφθονεί στα λιβάδια και αναπαράγεται μέσα στα περιττώματα τών αγελάδων, όπου οι προνύμφες του επιταχύνουν την αποσύνθεσή τους, κν. σκατόμυγα
αρχ.
προσωνυμία του Ασκληπιού, λόγω της συνήθειάς του να δοκιμάζει ακαθαρσίες για διαγνωστικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶρ, σκατός + -φάγος. Η λ. με την επιστημον. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. scatophagidae].

Greek Monotonic

σκᾰτοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰτοφάγος: -ον, (φαγεῖν) ὁ ἐσθίων κόπρον ἢ ἀκαθαρσίας, Έπίχ. 34 Ahr., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 237· ἐπίθετον τοῦ Ἀσκληπιοῦ μετ’ ἀναφορᾶς (καθ’ ἅ λέγει εἷς τῶν Σχολιαστ.) πρὸς ἀκάθαρτόν τινα ἕξιν τοῦ Ἱπποκράτους, Ἀριστοφ. Πλ. 706, πρβλ. Ὑπόθ. μετρ. τῶν τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππέων.

Middle Liddell

σκᾰτο-φάγος, ον, φαγεῖν
eating dirt, Ar.