τροχοπέδη: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trochopedi | |Transliteration C=trochopedi | ||
|Beta Code=troxope/dh | |Beta Code=troxope/dh | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[the drag]] or [[brake of a wheel]], Herodes Atticus ap.Ath.3.99c. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[μηχανισμός]] επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, [[φρένο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπόδιο]] («η [[αδιαλλαξία]] της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί [[τροχοπέδη]] για την πρόοδο τών συνομιλιών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» ( | |mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[μηχανισμός]] επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, [[φρένο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπόδιο]] («η [[αδιαλλαξία]] της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί [[τροχοπέδη]] για την πρόοδο τών συνομιλιών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» ([[πρβλ]]. [[ιστοπέδη]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Radhemme]], [[Hemmschuh]] an den Rädern</i>, [[sonst]] [[ἐποχλεύς]], Herod.Attic. bei Ath. III.99c. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, the drag or brake of a wheel, Herodes Atticus ap.Ath.3.99c.
Greek (Liddell-Scott)
τροχοπέδη: ἡ, δεσμὸς τροχοῦ, ὁ μηχανισμὸς δι’ οὗ ἡ κίνησις τοῦ τροχοῦ ἐμποδίζεται ἢ ἐπέχεται, Λατιν. sufflamen, Ἡρῴδης παρ’ Ἀθην. 99C· λέγεται καὶ ἐποχεύς.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
1. μηχανισμός επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, φρένο
2. μτφ. εμπόδιο («η αδιαλλαξία της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί τροχοπέδη για την πρόοδο τών συνομιλιών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. ιστοπέδη)].
German (Pape)
ἡ, Radhemme, Hemmschuh an den Rädern, sonst ἐποχλεύς, Herod.Attic. bei Ath. III.99c.