περιρραγής: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perirragis
|Transliteration C=perirragis
|Beta Code=perirragh/s
|Beta Code=perirragh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[torn]] or [[broken round about]], AP7.542 (Stat. Flacc.).</span>
|Definition=περιρραγές, [[torn]] or [[broken round about]], AP7.542 (Stat. Flacc.).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[brisé tout autour]];<br /><b>2</b> [[largement fendu]] <i>ou</i> écarté.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρήγνυμι]].
}}
{{pape
|ptext=ές (s. [[ῥήγνυμι]]), <i>[[ringsherum]] oder [[umher]] [[zerrissen]], [[zerbrochen]]</i>, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''περιρρᾰγής:''' [[разбитый]], [[сломанный на куски]] (ποταμοῦ [[τρύφος]], т. е. [[πάγος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιρρᾰγής''': -ές, διερρωγὼς [[πανταχόθεν]], Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.
|lstext='''περιρρᾰγής''': -ές, διερρωγὼς [[πανταχόθεν]], Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> brisé tout autour;<br /><b>2</b> largement fendu <i>ou</i> écarté.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει σπάσει από [[παντού]], ο [[σπασμένος]] [[γύρω]] [[γύρω]], ο [[ολόγυρα]] ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραγ</i>- του [[ῥήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παθ. αορ. β' <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ανα</i>-<i>ρραγής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει σπάσει από [[παντού]], ο [[σπασμένος]] [[γύρω]] [[γύρω]], ο [[ολόγυρα]] ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραγ</i>- του [[ῥήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παθ. αορ. β' <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. [[αναρραγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιρρᾰγής:''' -ές, σχισμένος ή [[σπασμένος]] [[παντού]] γύρω γύρω, σε Ανθ.
|lsmtext='''περιρρᾰγής:''' -ές, σχισμένος ή [[σπασμένος]] [[παντού]] γύρω γύρω, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιρρᾰγής:''' разбитый, сломанный на куски (ποταμοῦ [[τρύφος]], т. е. [[πάγος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περιρ-ρᾰγής, ές<br />[[torn]] or [[broken]] all [[round]], Anth.
|mdlsjtxt=περιρ-ρᾰγής, ές<br />[[torn]] or [[broken]] all [[round]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρᾰγής Medium diacritics: περιρραγής Low diacritics: περιρραγής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: perirragḗs Transliteration B: perirragēs Transliteration C: perirragis Beta Code: perirragh/s

English (LSJ)

περιρραγές, torn or broken round about, AP7.542 (Stat. Flacc.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 brisé tout autour;
2 largement fendu ou écarté.
Étymologie: περιρρήγνυμι.

German (Pape)

ές (s. ῥήγνυμι), ringsherum oder umher zerrissen, zerbrochen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

περιρρᾰγής: разбитый, сломанный на куски (ποταμοῦ τρύφος, т. е. πάγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

περιρρᾰγής: -ές, διερρωγὼς πανταχόθεν, Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β' -ρράγ-ην), πρβλ. αναρραγής].

Greek Monotonic

περιρρᾰγής: -ές, σχισμένος ή σπασμένος παντού γύρω γύρω, σε Ανθ.

Middle Liddell

περιρ-ρᾰγής, ές
torn or broken all round, Anth.