πιτυρίας: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pityrias
|Transliteration C=pityrias
|Beta Code=pituri/as
|Beta Code=pituri/as
|Definition=(with or without <b class="b3">ἄρτος</b>), ὁ, bread <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[made with bran]], <span class="bibl">Poll. 6.72</span>, Gal.6.481, etc.</span>
|Definition=(with or without [[ἄρτος]]), ὁ, bread [[made with bran]], Poll. 6.72, Gal.6.481, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐτῡρίας''': ([[μετὰ]] τοῦ ἄρτος ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, [[πιτυρίτης]] ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85.
|lstext='''πῐτῡρίας''': (μετὰ τοῦ ἄρτος ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, Πολυδ. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, [[πιτυρίτης]] ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[ἄρτος]]) μαύρο [[ψωμί]], [[πιτυρίτης]]. || <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (ως σκωπτική [[προσφώνηση]]) πολύ [[μελαχρινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αποπυρ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[ἄρτος]]) μαύρο [[ψωμί]], [[πιτυρίτης]]. || <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (ως σκωπτική [[προσφώνηση]]) πολύ [[μελαχρινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[αποπυρίας]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτῡρίας Medium diacritics: πιτυρίας Low diacritics: πιτυρίας Capitals: ΠΙΤΥΡΙΑΣ
Transliteration A: pityrías Transliteration B: pityrias Transliteration C: pityrias Beta Code: pituri/as

English (LSJ)

(with or without ἄρτος), ὁ, bread made with bran, Poll. 6.72, Gal.6.481, etc.

German (Pape)

[Seite 622] ὁ, ἄρτος, Kleienbrot, VLL., wie Poll. 6, 72; auch πιτυρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῡρίας: (μετὰ τοῦ ἄρτος ἢ ἄνευ αὐτοῦ), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, Πολυδ. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, πιτυρίτης ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς λέξις ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. ἄρτος) μαύρο ψωμί, πιτυρίτης.