ποταμηδόν: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potamidon
|Transliteration C=potamidon
|Beta Code=potamhdo/n
|Beta Code=potamhdo/n
|Definition=Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like a river]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Sat.</span>7</span>, <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>2.13</span>.</span>
|Definition=Adv. [[like a river]], Luc.''Sat.''7, Aret. ''SD''2.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0688.png Seite 688]] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0688.png Seite 688]] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ποτᾰμηδόν''': Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.
|btext=<i>adv.</i><br />[[comme un fleuve]].<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], -δον.
}}
{{elnl
|elnltext=ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>adv.</i><br />comme un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], -δον.
|elrutext='''ποτᾰμηδόν:''' adv. подобно реке ([[οἶνος]] [[ἔρρει]] π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ [[γάλακτος]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[ποτάμι]], άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν [[βλέπω]], χύνονται [[ποταμηδόν]] [[τριγύρω]] μου» Κάλβ.<br />β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[ποτάμι]], άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν [[βλέπω]], χύνονται [[ποταμηδόν]] [[τριγύρω]] μου» Κάλβ.<br />β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. [[βαθμηδόν]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτᾱμηδόν:''' (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.
|lsmtext='''ποτᾱμηδόν:''' (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποτᾰμηδόν:''' adv. подобно реке ([[οἶνος]] [[ἔρρει]] π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ [[γάλακτος]] Luc.).
|lstext='''ποτᾰμηδόν''': Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποταμός]]<br />adv. like a [[river]], Luc.
|mdlsjtxt=[[ποταμός]]<br />adv. like a [[river]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμηδόν Medium diacritics: ποταμηδόν Low diacritics: ποταμηδόν Capitals: ΠΟΤΑΜΗΔΟΝ
Transliteration A: potamēdón Transliteration B: potamēdon Transliteration C: potamidon Beta Code: potamhdo/n

English (LSJ)

Adv. like a river, Luc.Sat.7, Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 688] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un fleuve.
Étymologie: ποταμός, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμηδόν: adv. подобно реке (οἶνος ἔρρει π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ γάλακτος Luc.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. σαν ποτάμι, άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν βλέπω, χύνονται ποταμηδόν τριγύρω μου» Κάλβ.
β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].

Greek Monotonic

ποτᾱμηδόν: (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμηδόν: Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.

Middle Liddell

ποταμός
adv. like a river, Luc.