πρωϊζός: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proizos | |Transliteration C=proizos | ||
|Beta Code=prwi+zo/s | |Beta Code=prwi+zo/s | ||
|Definition=Att. πρῳζός, όν, dub. sens. in | |Definition=Att. [[πρῳζός]], όν, dub. sens. in Call.''Fr.''63 P.;= [[προχθεσινός]], [[ὑπόγυος]], ''EM''691.56.<br><span class="bld">II</span> neut. pl. [[πρωϊζά]] as adverb = πρώην, [[χθιζά τε καὶ πρωϊζά]] = [[yesterday or the day before]], Il.2.303, cf. Pl.''Alc.''2.141d.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">οὕτω δὴ πρωϊζὰ κατέδραθες</b> [[so very early]], Theoc.18.9; <b class="b3">πρωϊζὸν ὁδεύων</b> dub. sens. in ''Epic.Alex.Adesp.''4.6. (In codd. freq. written proparox., but cf. Hdn. Gr.1.144.) | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πρωϊζός zie πρῳζός. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. πρῳζός, όν, dub. sens. in Call.Fr.63 P.;= προχθεσινός, ὑπόγυος, EM691.56.
II neut. pl. πρωϊζά as adverb = πρώην, χθιζά τε καὶ πρωϊζά = yesterday or the day before, Il.2.303, cf. Pl.Alc.2.141d.
2 οὕτω δὴ πρωϊζὰ κατέδραθες so very early, Theoc.18.9; πρωϊζὸν ὁδεύων dub. sens. in Epic.Alex.Adesp.4.6. (In codd. freq. written proparox., but cf. Hdn. Gr.1.144.)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. πρώϊζος.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Α
προχθεσινός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρωϊζά
α) προχθές
β) πολύ νωρίς («οὕτω δὴ πρωϊζά
κατέδραθες», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρωϊζά με τη σημ. «προχθές» απαντά ήδη στον Όμηρο και είναι σχηματισμένος από το επίρρ. πρώην κατά το χθιζά (< χθές), ενώ ο ίδιος τ. με τη σημ. «πολύ νωρίς» είναι μτγν. και πρέπει να συνδεθεί με το επίρρ. πρωΐ].
Greek Monotonic
πρωϊζός: Αττ. πρῳζός, -όν,
I. = πρώϊος, ουδ. πληθ. πρωιζά, χρησιμ. ως επίρρ., ακριβώς όπως το πρώην, χθιζά τε καὶ πρωϊζά, χθές ή την προηγούμενη ημέρα (προχθές), σε Ομήρ. Ιλ.
II. οὕτω δὴ πρ. κατέδραθες, τόσο πολύ νωρίς, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωϊζός zie πρῳζός.