ἀνεπίδικος: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepidikos | |Transliteration C=anepidikos | ||
|Beta Code=a)nepi/dikos | |Beta Code=a)nepi/dikos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπίδικον, [[without the process of]] [[ἐπιδικασία]], by which claims to inheritance or guardianship were enforced, ἀ. ἔχειν τά πατρῷα Is.3.59; παραλαμβάνειν ἀ. τὴν ἀγχιστείαν Id.8.34 (cj.); ἀ. ἔχειν κλῆρον D.46.22, cf. Poll.3.33. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />jur. [[sin necesidad de haber hecho un proceso de ἐπιδικασία]], [[no sujeto a litigio]], [[incontestado]] ἀνεπίδικα ἔχουσι τὰ ... πατρῷα Is.3.59, ἐκ γένους παρειληφότες τὴν ἀγχιστείαν ἀνεπίδικον Is.8.34, κλῆρος D.46.22, Is.6.4, cf. Poll.3.33. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] nicht streitig, unbestritten, bes. von Erbschaften, τὰ πατρῷα ἀνεπίδικα ἔχειν Is. 3, 59; [[κλῆρος]] 6, 4; ἡ [[ἀνεπίδικος]], eine hinterlassene Tochter, über deren Vermögen zwischen Verwandten nicht gerichtlich entschieden ist (vgl. [[ἐπίκληρος]]), Dem. 46, 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] nicht streitig, unbestritten, bes. von Erbschaften, τὰ πατρῷα ἀνεπίδικα ἔχειν Is. 3, 59; [[κλῆρος]] 6, 4; ἡ [[ἀνεπίδικος]], eine hinterlassene Tochter, über deren Vermögen zwischen Verwandten nicht gerichtlich entschieden ist (vgl. [[ἐπίκληρος]]), Dem. 46, 22. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br />qui n'est pas <i>ou</i> ne peut pas être contesté ; ἡ [[ἀνεπίδικος]] héritière unique (dont les droits ne peuvent être contestés).<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπίδικος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀνεπίδῐκος:''' юр. (никем) не оспариваемый, бесспорный (τὰ πατρῷα Isae.; [[κλῆρος]] Dem.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀνεπίδῐκος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀμφισβητήσεως ([[κληρονομία]]), ἡ [[ἄνευ]] ἐπιδικασίας, ἀνεπιδίκα ἔχειν τὰ πατρῷα Ἰσαῖ. 44. 1· παραλαμβάνειν ἀνεπ. τὴν ἀγχιστείαν ὁ αὐτ. 72. 36· ἀνεπίδικον μὴ ἐξεῖναι ἔχειν [[μήτε]] κλῆρον [[μήτε]] ἐπίκληρον Δημ. 1135. 27· πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 33. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεπίδῐκος:''' -ον ([[ἐπί]], [[δίκη]]), αυτός που δεν έχει αμφισβητηθεί μέσω δίκης, [[αδιαφιλονίκητος]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀνεπίδῐκος:''' -ον ([[ἐπί]], [[δίκη]]), αυτός που δεν έχει αμφισβητηθεί μέσω δίκης, [[αδιαφιλονίκητος]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἐπί, [[δίκη]]<br />not [[disputed]] by [[legal]] [[process]], [[undisputed]], Dem. | |mdlsjtxt=[ἐπί, [[δίκη]]<br />not [[disputed]] by [[legal]] [[process]], [[undisputed]], Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεπίδικον, without the process of ἐπιδικασία, by which claims to inheritance or guardianship were enforced, ἀ. ἔχειν τά πατρῷα Is.3.59; παραλαμβάνειν ἀ. τὴν ἀγχιστείαν Id.8.34 (cj.); ἀ. ἔχειν κλῆρον D.46.22, cf. Poll.3.33.
Spanish (DGE)
-ον
jur. sin necesidad de haber hecho un proceso de ἐπιδικασία, no sujeto a litigio, incontestado ἀνεπίδικα ἔχουσι τὰ ... πατρῷα Is.3.59, ἐκ γένους παρειληφότες τὴν ἀγχιστείαν ἀνεπίδικον Is.8.34, κλῆρος D.46.22, Is.6.4, cf. Poll.3.33.
German (Pape)
[Seite 224] nicht streitig, unbestritten, bes. von Erbschaften, τὰ πατρῷα ἀνεπίδικα ἔχειν Is. 3, 59; κλῆρος 6, 4; ἡ ἀνεπίδικος, eine hinterlassene Tochter, über deren Vermögen zwischen Verwandten nicht gerichtlich entschieden ist (vgl. ἐπίκληρος), Dem. 46, 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'est pas ou ne peut pas être contesté ; ἡ ἀνεπίδικος héritière unique (dont les droits ne peuvent être contestés).
Étymologie: ἀ, ἐπίδικος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίδῐκος: юр. (никем) не оспариваемый, бесспорный (τὰ πατρῷα Isae.; κλῆρος Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίδῐκος: -ον, ὁ ἄνευ ἀμφισβητήσεως (κληρονομία), ἡ ἄνευ ἐπιδικασίας, ἀνεπιδίκα ἔχειν τὰ πατρῷα Ἰσαῖ. 44. 1· παραλαμβάνειν ἀνεπ. τὴν ἀγχιστείαν ὁ αὐτ. 72. 36· ἀνεπίδικον μὴ ἐξεῖναι ἔχειν μήτε κλῆρον μήτε ἐπίκληρον Δημ. 1135. 27· πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 33.
Greek Monolingual
ἀνεπίδικος, -ον (Α)
(Νομ.) μη αμφισβητούμενος δικαστικά, μη διεκδικούμενος από κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίδικος «αυτός που μπορεί να διεκδικηθεί μπροστά στο δικαστήριο, ο περιμάχητος»].
Greek Monotonic
ἀνεπίδῐκος: -ον (ἐπί, δίκη), αυτός που δεν έχει αμφισβητηθεί μέσω δίκης, αδιαφιλονίκητος, σε Δημ.
Middle Liddell
[ἐπί, δίκη
not disputed by legal process, undisputed, Dem.