συρματῖτις: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrmatitis | |Transliteration C=syrmatitis | ||
|Beta Code=surmati=tis | |Beta Code=surmati=tis | ||
|Definition= | |Definition=[[κόπρος]], ἡ, manure [[mixed with litter]] (cf. [[σύρμα]] 1.2), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.7.4, 7.5.1. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συρμᾰτῖτις''': [[κόπρος]], ἡ, [[κόπρος]] μεμιγμένη | |lstext='''συρμᾰτῖτις''': [[κόπρος]], ἡ, [[κόπρος]] μεμιγμένη μετὰ συρμάτων, δηλ. μὲ σκουπίδια (ἴδε [[σύρμα]] Ι. 2), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 4., 7. 5, 1. ΙΙ. συρμᾰτίς, ίδος, ἡ, «συρματὶς [[στρατιά]]· ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» Ἡσύχ. (πρβλ. τὸ Λατ. syrmaticus). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, A<br /><b>φρ.</b> | |mltxt=-ίτιδος, ἡ, A<br /><b>φρ.</b> «συρματῖτις [[κόπρος]]» — [[κόπρος]] αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[σιδηρῖτις]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>Mist, der aus [[Kehricht]] od. [[Streu]] [[bereitet]] ist</i>, Theophr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
English (LSJ)
κόπρος, ἡ, manure mixed with litter (cf. σύρμα 1.2), Thphr. HP 2.7.4, 7.5.1.
Greek (Liddell-Scott)
συρμᾰτῖτις: κόπρος, ἡ, κόπρος μεμιγμένη μετὰ συρμάτων, δηλ. μὲ σκουπίδια (ἴδε σύρμα Ι. 2), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 4., 7. 5, 1. ΙΙ. συρμᾰτίς, ίδος, ἡ, «συρματὶς στρατιά· ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» Ἡσύχ. (πρβλ. τὸ Λατ. syrmaticus).
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, A
φρ. «συρματῖτις κόπρος» — κόπρος αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σιδηρῖτις)].