ἐπιβατικός: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epivatikos | |Transliteration C=epivatikos | ||
|Beta Code=e)pibatiko/s | |Beta Code=e)pibatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιβατική, ἐπιβατικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for the ἐπιβάται, ἡ ἐ. [[χρεία]] [[their]] service, Plb.3.95.5; τὸ [[ἐπιβατικόν]] = the [[complement]] of [[ἐπιβάται]] on [[board]] [[ship]], Arist.''Pol.''1327b9, Plb.1.47.9 (pl.) (but also, [[payment]] for the ἐ., ''IG''12.127.20, 37, cf.35).<br><span class="bld">II</span>. [[ἐπιβατικά]], τά, = [[παρενθήκη]] (smaller wares taken as an addition to the cargo) ''ΙΙ'', ''EM''357.45, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] ή, όν, zum [[ἐπιβάτης]] gehörig, τὸ ἐπιβατικόν, die Schiffsmannschaft, Arist. pol. 7, 6; [[χρεία]] Pol. 1, 47, 9, öfter. Bei B. A. 97, 19 wird τὰ ἐπιβατικά das genannt, ἃ οἱ ναυτικοὶ παρενθήκας λέγουσιν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] ή, όν, zum [[ἐπιβάτης]] gehörig, τὸ ἐπιβατικόν, die Schiffsmannschaft, Arist. pol. 7, 6; [[χρεία]] Pol. 1, 47, 9, öfter. Bei B. A. 97, 19 wird τὰ ἐπιβατικά das genannt, ἃ οἱ ναυτικοὶ παρενθήκας λέγουσιν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιβᾰτικός:''' [[судовой]], [[корабельный]]: ἡ ἐπιβατικὴ [[χρεία]] Polyb. служба в морской пехоте. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιβατικός]], -ή, -όν) [[επιβάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιβατικό</i><br />[[μέσο]] μεταφοράς επιβατών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιβατικόν</i><br /><b>1.</b> οι επιβάτες, οπλίτες του πλοίου<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] τών ναυτών<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐπιβατικά</i><br />μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το [[κυρίως]] [[φορτίο]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιβατικός]], -ή, -όν) [[επιβάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιβατικό</i><br />[[μέσο]] μεταφοράς επιβατών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιβατικόν</i><br /><b>1.</b> οι επιβάτες, οπλίτες του πλοίου<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] τών ναυτών<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐπιβατικά</i><br />μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το [[κυρίως]] [[φορτίο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιβατική, ἐπιβατικόν,
A of or for the ἐπιβάται, ἡ ἐ. χρεία their service, Plb.3.95.5; τὸ ἐπιβατικόν = the complement of ἐπιβάται on board ship, Arist.Pol.1327b9, Plb.1.47.9 (pl.) (but also, payment for the ἐ., IG12.127.20, 37, cf.35).
II. ἐπιβατικά, τά, = παρενθήκη (smaller wares taken as an addition to the cargo) ΙΙ, EM357.45, Hsch.
German (Pape)
[Seite 929] ή, όν, zum ἐπιβάτης gehörig, τὸ ἐπιβατικόν, die Schiffsmannschaft, Arist. pol. 7, 6; χρεία Pol. 1, 47, 9, öfter. Bei B. A. 97, 19 wird τὰ ἐπιβατικά das genannt, ἃ οἱ ναυτικοὶ παρενθήκας λέγουσιν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβᾰτικός: судовой, корабельный: ἡ ἐπιβατικὴ χρεία Polyb. служба в морской пехоте.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἐπιβάτην, δηλ. τὸν μαχόμενον ἐκ τοῦ πλοίου στρατιώτην, καὶ λαβὼν ἐκ τοῦ στρατεύματος τοὺς ἐπιτηδειοτάτους ἄνδρας πρὸς τὴν ἐπιβατικὴν χρείαν, ὅπως χρησιμεύσωσιν ὡς μαχηταὶ ἐπιβάται, Πολύβ. 3, 95, 5:- τὸ ἐπιβατικόν, οἱ θαλασσινοί, οἱ ναῦται, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 8, Πολύβ. 1. 47, 9.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιβατικός, -ή, -όν) επιβάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό
μέσο μεταφοράς επιβατών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν
1. οι επιβάτες, οπλίτες του πλοίου
2. ο μισθός τών ναυτών
3. στον πληθ. τὰ ἐπιβατικά
μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το κυρίως φορτίο.