ἱπποβοσκός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippovoskos
|Transliteration C=ippovoskos
|Beta Code=i(ppobosko/s
|Beta Code=i(ppobosko/s
|Definition=όν, (βόσκω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[feeding horses]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>6.10</span>, Suid., <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ἱπποβοσκόν, ([[βόσκω]]) [[feeding horses]], Ael.''NA''6.10, Suid., ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1259.png Seite 1259]] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1259.png Seite 1259]] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui élève des chevaux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βόσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱπποβοσκός''': -όν, ([[βόσκω]]) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.
|lstext='''ἱπποβοσκός''': -όν, ([[βόσκω]]) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui élève des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βόσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που [[είναι]] εξωπαράσιτα και απομυζούν το [[αίμα]] θηλαστικών και πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hippobosca</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hippo</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίππος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>bosca</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -[[βοσκός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]])].
|mltxt=ο<br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που [[είναι]] εξωπαράσιτα και απομυζούν το [[αίμα]] θηλαστικών και πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>hippobosca</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hippo</i>- ([[πρβλ]]. [[ίππος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>bosca</i> ([[πρβλ]]. -[[βοσκός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]])].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποβοσκός]], -όν (Α)<br />αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.
|mltxt=[[ἱπποβοσκός]], -όν (Α)<br />αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποβοσκός Medium diacritics: ἱπποβοσκός Low diacritics: ιπποβοσκός Capitals: ΙΠΠΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: hippoboskós Transliteration B: hippoboskos Transliteration C: ippovoskos Beta Code: i(ppobosko/s

English (LSJ)

ἱπποβοσκόν, (βόσκω) feeding horses, Ael.NA6.10, Suid., Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1259] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.

Greek Monolingual

ο
γένος δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που είναι εξωπαράσιτα και απομυζούν το αίμα θηλαστικών και πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippobosca < hippo- (πρβλ. ίππος) + -bosca (πρβλ. -βοσκός (< βόσκω)].

Greek Monolingual

ἱπποβοσκός, -όν (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.